Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Μικρό σημείωμα για μία μουσική χελώνα

Τι είναι οι Τortoise αν όχι το μουσικό συγκρότημα της έκπληξης; Οι πατέρες του ποστ που σχεδόν δεν έχουν συνθέσει ούτε ένα τραγούδι του είδους! Ψάχνουμε να βρούμε ποτέ μας ξεγέλασαν μάταια. Έτσι περιμέναμε το The Catastrophist να είναι μέσα στα καλύτερα της χρονιάς αλλά όχι. Ποτέ. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανε μπαμ ένας δίσκος τους; Ποτέ. Επομένως ο τελευταίος δίσκος τους είναι μια χαλαρή βόλτα στο στούντιο. Χαλαρή όπως λέμε νταμπ. Μπάσα, ατμοσφαιρικές συνθέσεις, πλήκτρα και άλλοι ήχοι περίεργοι (στο “Shake Hands with Danger” έχουν βάλει κάτι κουδουνάκια που με τρελαίνουν σε συνδυασμό με τον τόσο Τορτοιζικό ρυθμό). Μου αρέσει πολύ όπως μου αρέσουν όλες τους οι συνθέσεις χωρίς εξαίρεση. Επομένως χαλαρώστε λίγο, βγάλτε από το μυαλό σας το ότι είναι ιδιοφυίες που χώρεσαν μέσα στην μουσική τους νταμπ, τζαζ, κράουτροκ και ηλεκτρόνικα, και απολαύστε το. Έτσι κι αλλιώς οι Tortoise ποτέ δεν έπαιξαν ποστ ροκ. Μπήκαν στην ταμπέλα ποστ γιατί καμία άλλη δεν τους χωράει. 

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Τιριρά

Παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό
Το παίξανε Τάσο πρώτο πρώτο και φώναζα όχι πρώτο όχι πρώτο όχι πρώτο σαν να μην ήμουν έτοιμος - όχι δεν ήμουν - γιατί δεν ήμουν; πες κάτι που ήσουν χθες; εκεί που είσαι σήμερα πες κάτι οτιδήποτε χαιρέτα τον θάνατο τι; χαιρέτα τον θάνατο, άτριχε μου πίθηκε οκέι θυμάσαι που έγραφα στιχάκια από ονόματα μουσικών στο τετράδιο της κβαντομηχανικής και τα έπαιρνες μαζί σου και την επόμενη μέρα τα έκανες ήχους; ε, θυμάσαι; όχι θυμάμαι μόνο τους ήχους που επιστρέφουν με δύναμη από το παρελθόν θυμάσαι; όχι θυμάμαι ότι έγραφα στιχάκια από ονόματα μουσικών και το χαμόγελο σου 






Το μόνο που θυμάμαι φυσικά είναι στιγμές, φλασιές, οι Exposions in the Sky τα σπάνε στην σκηνή, ξεκινάει το τραγούδι που περίμενα να παίξουν όσο κανένα άλλο αλλά η δύναμη του με χτύπησε στα μούτρα σαν παγωμένος βοριάς, το ζευγαράκι μπροστά χαμουρεύεται ενώ οι κιθάρες λυσσάνε, το ζευγαράκι φεύγει από μπροστά μου γιατί οι κιθάρες ακόμα λυσσάνε τρομακτικά, ένα μπουκαλάκι τσίπουρο που αδειάζει πολύ γρήγορα, πόνος στον σβέρκο, ιδρώτας στους κροτάφους μου, δίπλα μου ο JB συγχρονίζεται, πίσω μου ο Θ. χάνεται, κραυγές στα ξεσπάσματα των κομματιών, μία από αυτές είναι δική μου, τα πόδια μου αφήνουν το έδαφος, τα πόδια μου προσγειώνονται, κλείνω τα μάτια αλλά δεν πέφτει σκοτάδι, οι κιθάρες -θεέ μου- ακόμα λυσσάνε, κάποιος πάνω στην σκηνή παίζει πιάνο, κάποιος στην σκηνή παίζει ντέφι με τέτοιο πάθος χτυπώντας το στο πάτωμα, γύρω μου όλοι είναι εκστασιασμένοι ή απλά έκλεισα τα μάτια και το φαντάζομαι, νιώθω τρίχρονο παιδί που ακούει πρώτη φορά την λιλιπούπολη, να και το greet Death, που είσαι Τάσο, που είσαι Αντώνη, Άκη, Άρη, μπαίνει και το τιριρά* και αν οι δίσκοι σας είναι δροσεροί καταρράκτες που μας ξεδιψάνε, τα λάιβ σας είναι ωκεανοί όπου βουτάμε διψασμένοι και βγαίνουμε γλείφοντας το αλάτι το κολλημένο στα κορμιά μας.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

Requiem for Mono of Japan

Οι Μόνο είναι χαρακτηριστικοί γιαπωνέζοι. Πρώτα ενθουσιάζονται με κάτι εξωτικό -για αυτούς- κυρίως από τον δυτικό πολιτισμό. Στην περίπτωση τους το ποστ ροκ των Μogwai. Στην αρχή το αντιγράφουν χωρίς αλλαγές ώστε να γίνουν κάτοχοι του πραγματικοί. Αν δεν κατέχεις κάτι ολοκληρωτικά δεν μπορείς ούτε να το αναπτύξεις ούτε να το καταστρέψεις. Μετά σιγά σιγά το αλλάζουν προσαρμόζοντας το στα μέτρα τους, στην φιλοσοφία τους, στην κάβλα τους. Και τέλος, ακούγοντας τους 20 χρόνια μετά στην ΑΘήνα με το Recoil, Ignite αναρωτιέσαι φωναχτά “Πόσο γαμάτε;!”

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να σκεφτώ μια πιο ρομαντική ιστορία στο ποστ ροκ από αυτή των Mono. Πριν το Hymn to the Immortal… δεν τους ήξερε κανείς ή μάλλον τους ξέρανε κάτι ποστροκάδες που αγαπούσαν να ακούν μογκουαικά ριφ παντού. Το Ηymn είναι μαγικό, αέρινο, κελαρυστό είναι εύθραυστο είναι η στιγμή που η μπάντα περίμενε σε όλη της την μουσική ζωή. Είναι το σημείο μηδέν, οι Μονo έχουν χαρακτηριστικό ήχο που δεν παραπέμπει σε κανέναν άμεσα. Από αυτό το σημείο υπάρχουν δύο δρόμοι: Να παραμείνουν οι Μόνο του Hymn ή να μας σκίσουν τα αυτιά και τις ποστροκ ψυχές με κάτι άλλο, κάτι αντιηρωικό.

Γι’ αυτό αγαπάμε τους Μόνο. Γιατί ο δύσβατος δρόμος της μουσικής δημιουργίας περνάει μέσα από αποτυχίες, πεσίματα, καταστροφές μέχρι να (-αν) φτάσει στην δεύτερη μαγική στιγμή που απογειώνει μπάντες, ακροατές, κριτικούς, τους πάντες. Και οι Μόνο μετά την αργή προσαρμογή στην ταμπέλα του Ηymn (πρέπει να το απολαύσεις) και την μικρή αποτυχία του Holy Ground και του For my parents αλλάζουν πάλι το χρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο κουνιόμαστε εμείς οι ποστροκάδες με το Rays of Darkness. H σκοτεινιά του έχει μια δύναμη που σε παρασέρνει μαζί του στον Άδη να παρακαλέσεις μαζί με τον Ορφέα για την επιστροφή της Μούσα σου, ενώ ξέρεις εκ των προτέρων ότι θα γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω. 

Το Requiem from Hell παραπέμπει πάλι σε αυτή την σκοτεινή δύναμη αλλά δεν ήταν γραφτό του να επαναλάβει τα ίδια συναισθήματα με τον προκάτοχο του. Όταν ακούς ότι παραγωγός θα είναι ο Albini, εκτός από την γελοία σκέψη ότι όλοι είχαν τον Αμπίνι παραγωγό, ξέρεις βασικά ότι ο ήχος θα είναι σκληρός, άκαμπτος, ότι οι κιθάρες θα τα δώσουν όλα. Όποιος πέρασε από τα χέρια του, είτε το ήθελε είτε όχι, έκλεισε το μάτι του στο indie και το hardcore και οι Mono δεν είναι εξαίρεση.
Αν και όλος ο δίσκος είναι ένα σχεδόν ενιαίο έργο, μπορώ να τον χωρίσω σε τρία μέρη:

Πρώτο μέρος, Death in Rebirth + Stellar: Επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι ο Τάκα ο οποίος έχει γράψει τον δίσκο μόνος του, έγραψε τραγούδια που επιβαλόταν να παράξει ο Αλμπίνι! Οι κιθάρες εδώ δεν αστειεύονται ούτε κλαψουρίζουν. Μπαίνουν σε πρώτο πλάνο από το ξεκίνημα (βέβαια αν δεν υπήρχαν οι ντράμερ θα σου έλεγα τι ποστ θα ακούγαμε τώρα) και ξέρεις ότι θα κρατήσουν την πρωτιά και θα ξεσπάσουν τόσο έντονα όσο ένα τσουνάμι στο Σινικό Τείχος! Και το κάνουν ακριβώς στο μέσο του κομματιού (ξεσπάνε) χωρίς όμως να έχεις την εντύπωση ότι τελειώσε κιόλας η αναμονή. Είναι αυτό το αίσθημα που οι κορυφαίοι μουσικοί του ποστ έχουν εφεύρει, που το κομμάτι αναπτύσεται σε πολλά επίπεδα και πολλά ξεσπάσματα τα οποία όμως δεν σε τελειώνουν αλλά συνεχίζουν την αναμονή. Θυμάμαι δύο περιστατικά: Με τον JB να περιμένουμε όλο αγωνία να κορυφωθεί το Storm και να λέμε κάθε λίγο “δεν φτάνει ρε φίλε!”. Και σε έναν γάμο όπου περιμένουμε το ζευγάρι να μπει με το Moya αλλά η τελική κορύφωση αργεί βασανιστικά και πέφτει εκεί που δεν την περιμένεις (ή έχεις κουραστεί να περιμένεις.) Έτσι εδώ ένα χαρακτηρικότερο κομμάτι αυτής της τεχνικής δημιουργίας αναμονής και κορύφωσης, το Death in Rebirth τα σπάει Αλμπινικά και ποστροκικά μέχρι να κορυφωθεί και να πέσει στο ξεκίνημα του χαμηλων τόνων Stellar, που είναι μεν ένα όμορφο ιντερλούδιο με έγχορδα και καμπανάκια, πιανάκια αλλά είναι ένα ενδιάμεσο κομμάτι μέχρι να ξεκινήσει το δεύτερο (και καλύτερο;) μέρος.

Δεύτερο μέρος, Requiem from Hell: Παλιά θυμάμαι μου άρεσαν (ακόμα δηλαδή μου αρέσουν) τα πολύ μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια ποστ ροκ. Ήμουν τόσο βλαμμένος με την διάρκεια που όταν αγόραζα ένα νέο σι ντι το πρώτο που κοίταζα ήταν τα λεπτά δίπλα στα τραγούδια για να διαλέξω το αγαπημένο μου. Όπως καταλαβαίνετε (αν εξαιρέσουμε τους GYBE!) το My father my king ήταν για πολλά χρόνια το αγαπημένο μου σι ντι. Όχι μόνο έγραφε την διάρκεια κάτω  από τον τίτλο αλλά ήταν 20:12!

Με χαρά θυμήθηκα αυτή μου την μανία μόλις ανακάλυψα ότι το Requiem from Hell διαρκεί 17’ 48’’! Δεν είναι ότι δεν μου αρέσουν τα σύντομα ή κανονικά τραγούδια (όπως το So long, lonesome ή το San Pedro) αλλά πάντα πίστευα ότι στο ποστ ροκ για να ξεδιπλωθεί η μουσική και να κάνει όλα όσα θέλει η μπάντα πρέπει να πάει πιο μακριά. Στην περίπτωση των Mono και του Requiem τα πάντα πάνε κατ’ ευχή. Ξεκινάνε άτσαλα με τις κιθάρες, δίνοντας όμως μία ιδέα για το τι θα ακολουθλησει και το τέμπο μπάινει στα 5’ (!). Από εκείνο το σημείο και μετά μπορείς να απολαύσεις το ποστ ροκ στην πιο αγνή και όμορφη του μορφή, κιθάρες - τέμπο - ντραμς όλα χορεύουν σφιχταγκαλιασμένα παράγοντας μουσική που -πιστέψτε με- μπορείτε και να σιγοτραγουδήσετε στην δουλειά! 

Αυτό διαρκεί περίπου 4’.  Μετά ακολουθεί αυτό που ξεχωρίζει το ποστ ροκ από το ορχηστρικό indie. Για τρία λεπτά η κιθάρα του Τάκα κάνει 35χρονα αγοράκια/κοριτσάκια να ξεχνάνε ότι είναι ετερο- ή ομοφυλόφυλοι και να κουνιουνται ερωτικά όλοι μαζί με τον χαρακτηριστικό τρόπο. Και τέλος μακελειό! Όγκος, κιθάρες, μπάσο ντραμς σπάνε τα όρια της μουσικής για να επανέλθουν μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό το τελευταίο λεπτό στο ριφ που παίζανε στα 4 λεπτά ποστροκίλας. Μόλις τελειώσε το τραγούδι και ανατρίχιασα. Ποτέ δεν θα καταφέρω να βρω τις κατάλληλες λέξεις να περιγράψω τα συναισθήματα που μου δημιουργεί παρότι είναι τόσο έντονα.

Τρίτο μέρος, Ely’s Heartbeat + Last Scene: Το Ely’s Heartbeat έχει τόσο χαρακτηριστικό Monoήχο που είναι περιττό να το περιγράψω. Αυτός ο ήχος κιθάρας που βρίσκεται στο περιθώριο όταν ξεκινάει το τραγούδι, πίσω από τα ντραμς, θα έπρεπε να λέγεται Taka/Mono. Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το Last Scene που κλείνει τον -σύντομο- δίσκο. Ξέρεις μετά το τέλος του ομώνυμου κομματιού ότι δεν περιμένεις (και δεν μπορείς να περιμένεις) άλλη κορύφωση στο άλμπουμ. Τα σχεδόν 18 λεπτά του Requiem είναι αυτό που περίμενες από τους Γιαπωνέζουν ποστροκάδες, τώρα πρέπει να το κλείνουν σιγά σιγά και το τελειώνουν πολύ όμορφα είναι η αλήθεια.
Επειδή το Requiem απλά γαμεί αυτό δεν σημαίνει ότι ο υπόλοιπος δίσκος είναι αμελητέος ή απλά συνοδευτικός στο τραγούδι αυτό. Αντίθετα, και θα το διακινδυνεύσω αν και είναι νωρίς, ίσως είναι ένας από του καλύτερους σίδκους όχι μόνο των Mono αλλά και του ποστ ροκ. Άλλωστε με την εμπορευματοποίηση του ήχου των Mogwai και την δεύτερη περίοδο των GYBE! Οι Mono είναι από τα πιο φορμαρισμένα ποστ ροκ συγκροτήματα αυτή την εποχή, παρέα με τους 65daysofstatic και τους Explosions in the sky.

Για κατακλείδα ας προσευχηθούμε όλοι στον Άγιο προστάτη των απανταχού ποστροκάδων και τσιπουρολάτρων να τους ξαναδούμε στην Αθήνα σύντομα γιατί μία φορά φέτος δεν είναι αρκετή.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

1978

{Εν τω μεταξύ έχω βάλει στο ριπίτ το τραγούδι μπας και σκεφτώ κάτι φοβερό να γράψω}

Το 1978 είναι η επιτομή του ποστ-ροκ. Ίσως είναι η αρχή του ποστ-ροκ. Μάλλον και το τέλος του. Δεν είναι όμως ένα ποστ-ροκ τραγούδι όπως δεν είναι ποστ-ροκ οι Tortoise ή οι Fly Pan Am. Τίποτα δεν είναι κάτι μέχρι μία αισχρή πλειοψηφία που δεν αρκείται στο να ακούει, να βλέπει και να διαβάζει, αποφασίσει την ταμπέλα που προτιμάει.

Το 1978 είναι τζαζ.

Το 1978 είναι αβαν-γκαρ.

Το 1978 είναι σπέις-ροκ.

Το 1978 είναι το έτος γέννησης μου.

Ξεκινάει τόσο όμορφα με αυτό τον ρυθμό που δίνουν οι δύο ντράμερ και ο μπασίστας να είναι τόσο μονότονα εκπληκτικός. Κάθε δάσκαλος της τζαζ θα ήταν περήφανος.

Ύστερα μία κραυγή για να δώσει ώθηση στην αλλαγή της μουσικής κλίμακας και της διάθεσης των μουσικών. Δεν ξέρω τι στο διάολο σκέφτονται οι μουσικοί ή ποιοι επηρέασαν την μουσική τους αλλά αυτό εδώ ακριβώς το σημείο μου θυμίζει τον Τσαρλς Μίνγκους. Χαίρομαι μόνος μου γιατί αγαπώ την μουσική του και μπορεί εν τέλει να έχω δίκιο. Συνήθιζε ο εκκεντρικός (;) τζαζίστας να εμψυχώνει τους μουσικούς του (όταν δεν τους απειλούσε με μαχαίρι) ακόμα και κατά τις ηχογραφήσεις των δίσκων του.

Η μουσική αλλάζει εντελώς χωρίς να χάσει την συνοχή της. Η κραυγή μπορεί να είναι ή να μοιάζει με προτροπή και συνδετικός κρίκος μαζί αλλά ακόμα και αν έλειπε (καλύτερα όχι) η συνέχεια, η σύνδεση, η ροή της μουσική ςείναι εκεί, μπορείς να την νιώσεις και να την πιάσεις με τα χέρια σου -ναι αυτός ο ρυθμός δεν χρειάζεται ακοή.

Για λίγο όμως. Για λίγο μπορούμε να νιώσουμε το ξέσπασμα των μουσικών που έγραψαν και εκτέλεσαν αυτό το έπος. Κάπου κάπου θες να ξεσπάσεις, να πηδήξεις στον αέρα με τα χέρια ψηλά ή να αρχίσεις να τρέχεις στο πεζοδρόμιο χωρίς να βιάζεσαι να φτ'ασεις πουθενά. Τι καλύτερο από έναν δαιμονισμένο ρυθμό (χαχα) που σε οδηγεί στην κορύφωση και μετά αμέσως επανέρχεται. Όχι δεν είσαι έτοιμος ακόμα.

Παρατηρήσατε ότι δεν υπάρχουν πουθενά χάλκινα; Ένας σκέτος γαμάτος τζαζ ρυθμός από δύο ντράμερ που ΔΕΝ παίζουν τα ίδια ακριβώς και ένα μπασίστα που ξεκινάει και σταματάει να παίζει συνέχεια.

Προσωπικά θα περίμενα άλλο ένα τελικό ξέσπασμα/ανέβασμα των τόνων/κορύφωση για να τελειώσει το κομμάτι πανηγυρικά. Αλλά είπαμε: Ούτε ποστ-ροκ ούτε τζαζ.

Στα μισά σταματάνε οι ομοιότητες με οποιοδήποτε είδος και ειδικά με την τζαζ του Μίνγκους. Οι κιθαρίστες αποφασίζουν να μην παίξουν κιθάρα και ξεσπούν θεατρικά στα πετάλια τους δημιουργώντας μία μικρή αναστάτωση. Οι τσιρίδες των χορδών που πάλλονται όλες μαζί χαλάνε την διάθεση που έχει δημιουργήσει η μελωδία της μοναδικής κιθάρας χωρίς εφέ που ακολουθούσε πιστά τον ρυθμό σε όλο το τραγούδι. Οι τσιρίδες σταματάνε ξαφνικά και ο ρυθμός, η κιθάρα επανέρχονται απτόητοι.

Το τραγούδι τελειώνει όπως άρχισε -τύμπανα και κιθάρα επαναλαμβάνουν τον κορμό του κομματιού- για να μας αποδείξει ότι δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχουν -μερικές φορές- ούτε λόγια για να περιγράψουν ένα απλό τραγουδάκι από αυτά που έχουν περάσει και θα περνάνε απαρατήρητα από μουσικούς, μουσικοκριτικούς και μουσικόφιλους.

Αλίμονο. Όπως τραγούδησε κάποτε και ο Μάλαμας Όσα κοστίζουν μια δραχμή / γι'άλλους κοστίζουν μια ζωή.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Χοπλάντικ: Ο παραδοσιακός τρόπος των ποστροκάδων

(Αγαπητό μου ημερολόγιο.
Έχουν περάσει τώρα 4 μέρες μερικές μέρες που πήγα στην πλατεία νερού και άκουσα το αγαπημένο μου συγκρότημα. Περίμενα 16 χρόνια για αυτή την συναυλία και καθώς φεύγαμε από τον χώρο όλοι γύρω μου μιλούσαν πολύ και σχεδόν παραληρούσαν. Εγώ αμίλητος κοιτούσα το έδαφος σαν αλλος ένας shoegazer. Βλέποντας με έτσι κάποια με ρώτησε αν μου άρεσε η συναυλία και εγώ το μόνο που βρήκα να απαντήσω ήταν : ναι, πολύ. Θα μπορούσε να είναι και ειρωνικό.
Δεν περιμένω να με καταλάβεις αγαπητό μου ημερολόγιο. Μέρες πριν εκείνη την δευτέρα είχα παίξει την συναυλία στο μυαλό μου και την είχα ακούσει ξανά και ξανά στα αυτιά μου. Και μου άρεσε πολύ. Όμως δεν το περίμενα αυτό. Όταν ξεκίνησε το Staralfur έκλεισα τα μάτια και ένας δάκρυνος κόμπος έφραξε τον λαιμό μου. Ναι ήθελα να κλάψω έκλαψα από χαρά στο άκουσμα της πρώτης νότας του δεύτερου τραγουδιού. Ξέρεις ημερολογιάκι μου ότι κλαίω εύκολα και ένα καλό τραγούδι είναι μια εξαίρετη αφορμή για την ανακούφιση των δακρύων. Έτσι ξεκίνησε η όμορφη βραδιά. Με μια αφορμή για δάκρυα χαράς. Ύστερα άρχισε να βρέχει και να σταματάει, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και κόκκινος, και τα δάκρυα μου ανακατεύτηκαν με τις χοντρές σταγόνες της βροχής… αλλά δεν έγινε έτσι. Φόρεσα την κουκούλα μου, έγειρα το κεφάλι και έκλεισα τα μάτια. Πέρασε μέσα από τα αυτιά μου το Saroglur, το Glosoli (Θεέ μου σταματά να μας βρέχεις και κάτσε να ακούσεις αυτή την θεία μουσική) και διάφορα ανώνυμα τραγούδια που κάποτε αποκτήσαν όνομα και πολύ με λύπησαν γιατί εκείνη η μελωδία, ετούτος εδώ ο θόρυβος δεν έχουν όνομα -δεν πρέπει να ονομάζονται- όπως δεν έχουν στίχους πάρα μόνο μουσική, νότες -όχι όχι νότες, άλλο ήθελα να πω αλλά πώς, οι τρεις τους εκεί πάνω παίζουν και εγώ με κλειστά τα μάτια ακούω και νιώθω, μόνο ακούω και νιώθω, σταματά να βρέχεις, σταματά αέρα, σταματά κοσμε να ακούσεις και να νιώσεις. Το πλήθος βγάζει ένα επιφώνημα θαυμασμού ενώ οι σκέψεις μου δονούνται από βαρυτικά κύματα τα οποία εκπέμπουν τρία σούπερνόβα από την σκηνή. Σηκώνω το κεφάλι και σκουντάω τον JBuddha. Τι έγινε; Ένας κεραυνός πάνω από την σκηνή. Ασήμαντο καθώς η μουσική συνεχίζει. Μόνο για φωτογραφία. Ενώ προσπαθώ να βρω τα λόγια των ανώνυμων τραγουδιών και δεν τα καταφέρνω καλά ανακαλύπτω ότι τα χοπλάντικ είναι αυτό που δύο δεκαετίες τώρα κάνουμε στις ποστ ροκ συναυλίες· επινοούμε μια νέα - δικιά του ο καθένας - γλώσσα για να συντροφέψουμε τις αγαπημένες μας μελωδίες και θορύβους με λόγια. Το απλό άθροισμα των φωνών μας είναι αυτό που κάποιοι τόλμησαν να ξεστομίσουν ως αστείο ή ως προσβολή : ο παραδοσιακός τρόπος των ποστροκάδων.
Και φτάνουμε σιγά σιγά στο τέλος. Ποιο να παίξουν τελευταίο για να μας γαμήσουν τελείως ακόμα και αν ξέρουμε ήδη μέσες άκρες ακριβώς την σειρά των τραγουδιών; Πως βρέθηκα στην κατάσταση που περιέγραψα στην αρχή, να μην μπορώ να γνωρίσω καν ότι ήταν ένα από αυτά τα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα δεκαέξι χρόνια μετά; Sven-g-englar, Olsen Olsen, Hoppipolla; Έχει σημασία; Ίσως. Υπάρχουν μερικά τραγούδια για κάθε συγκρότημα που πρέπει να ακούω σε κάθε λάιβ, όπως π. χ. το Fear Satan. Ανώνυμο τραγούδι Νο 8 λοιπόν το επονομαζόμενο και Pop song (Popladig). Είπαμε τα ανώνυμα έπρεπε να παραμείνουν έτσι. Για εμένα το #8 είναι η παρένθεση που κλείνει και όχι το ποπ τραγούδι, για κάποιον άλλο που το ακούει σημαίνει κάτι διαφορετικό, ανάμεσα σε αυτές τις παρενθέσεις του ολόλευκου δίσκου, άδειου από ερμηνείες και ταμπέλες από λόγια παραπλανητικά, τόσο γεμάτου από μουσική και συναίσθημα, ο καθένας βάζει ότι νιώθει.
Κλείνω λοιπόν μια παρένθεση που άνοιξε πριν από δεκαέξι χρόνια όταν μάτωνα τα αυτιά μου και το στόμα μου εκλιπαρώντας όποιον έβρισκα να ακούσει επιτέλους αυτό το δεν-ξέρω-πως-να-το-προφέρω-ακόμα Agaetis Byrjun.)

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Viva POST ROCK! (Maybeshewill @ Athens, Greece, Thu 25/2/2016)

Το ποστ ροκ είναι ρομαντισμός, αγάπη μόνο, αγκαλιές και φιλιά κάτω από την σκηνή. Είναι σμίξιμο με τους κολλητούς σου που ακούνε ακριβώς τα ίδια γιατί μια νύχτα που βρεθήκαμε επιτέλους όλοι μαζί μέσα στο ίδιο δυάρι στην πλατεία Πάργης (έτσι το θέλησε το σύμπαν) συντονιστήκαμε. Διδάξαμε ο ένας στον άλλο αυτά που ήδη ξέραμε/είχαμε ακούσει και φτιάξαμε μια λίστα αρκούντως μεγάλη. Άλλος έδωσε πολύ άλλος λίγο εκείνη την βραδιά. Όμως το εκπληκτικό είναι ότι αυτό το αλισβερίσι, αυτό το σμίξιμο μουσικών όντων συνεχίζεται ακόμα καμιά 15αριά χρόνια μετά. Μόνο που αντί για χαρτί τώρα χρησιμοποιούμε τον παγκόσμιο ιστό και τις εφαρμογές του. 


Έτσι λοιπόν έμαθα τους Maybeshewill από τους πάντα ερευνούντες το ποστ φίλους και φυσικά δεν πείστηκα. Δεν πείστηκα καθότι λίγο ελιτιστής και έχω συνηθίσει από το ποστ ροκ να παίρνω μεγάλες συγκινήσεις. Και οι Maybeshewill δεν μου έδωσαν καμία συγκίνηση και καμία μεγάλη στιγμή να πω όχι ρε φίλε! Τι παίζουν! Τους θεωρούσα πάντα μία τίμια αλλά μέτρια ποστ ροκ μπάντα. Και με το σκεπτικό ότι πόσες ακόμα μπάντες θα δούμε που να παίζουν την αγαπημένη μας μουσική, πόσα χρόνια ακόμα θα ζει το αναθεματισμένο, κανονίσαμε να πάμε στην τελευταία τους συναυλία στην Ελλάδα αφού μετά από αυτή την περιοδεία διαλύονται. 

Ακούσαμε λίγο από το σετ των we.own.the.sky τους οποίους δεν ήξερα και δεν ήθελα να μάθω εν τέλει (συγνώμη που τα λέω έτσι ωμά αλλά έχω πλέον μάθει να ξεχωρίζω τι με ενδιαφέρει και τι όχι ώστε να ακούω όσο το δυνατόν περισσότερη και ενδιαφέρουσα μουσική). Αν θέλεις να παίξεις μέταλ αλλά ξεσηκώνεις από το ποστ δύο πράγματα (ορχηστρική και μακροσκελής μουσική;) και παίζεις σαπόρτ σε κανά βαρύ ποστ ροκ συγκρότημα, ε μην θέλεις να σε πάρω στα σοβαρά. Εγώ έχω έρθει να ακούσω ντιλέι τέρμα και να κουνηθώ με τον χαρακτηριστικό τρόπο των ποστροκάδων (ε να το είπα!) 


Οι maybeshewill μπήκαν μετά στην σκηνή χωρίς πολλά πολλά, χωρίς χαιρετούρες και απίθανες εισαγωγές και μας βάλανε στην θέση μας. Όταν λοιπόν λέω ότι ο άλλος είναι τίμιος εννοώ να υποστηρίζει ότι έχει δημιουργήσει, εννοώ ότι μπορεί να πάρει το μέτριο προς καλό υλικό των δίσκων του και με το πάθος της συναυλίας, το σπρώξιμο από ένα καλό κοινό να το κάνει κάτι μοναδικό. Και έτσι έγινε. Οι maybeshewill άφησαν τον μάταιο τούτο κόσμο της μουσικής on a high, όχι με ταρατατζούμ και κλάψες για το τι χάσαμε αλλά με το προσόν της μπάντας που στα λάιβ της ξέρει να παίζει, ξέρει να παθιάζεται με την μουσική της, ξέρει να κερδίζει το κοινό της ξανά (γιατί το κοινό μιας μπάντας είναι συνήθως κερδισμένο από πριν), ξέρει να κερδίζει και τους πιο δύσπιστους τέλος σαν και μένα. 

Θυμάστε (όχι) σας έγραφα κάποια άλλη φορά για τους Caspian και τον τελευταίο τους δίσκο και πως με τράβηξαν ξανά να τους ακούσω μια δεύτερη φορά. Λυπάμαι λοιπόν γιατί την προηγούμενη Πέμπτη είδαμε μία μπάντα που άξιζε να την ξαναδούμε λάιβ, σε αντίθεση με κάτι άλλα μεγάλα ονόματα που έχουμε κατά καιρούς χρυσοπληρώσει για να έρθουν και να μας κοροιδέψουν. Δεν θα την βάλω σε καμία λίστα καλύτερων συναυλιών έβερ ή οτιδήποτε άλλο, ούτε θα την μνημονεύω συνεχώς για χρόνια αναστενάζοντας για τις παλιές αγάπες που πάνε στον παράδεισο. Αλλά ξέρετε κάτι; Το διασκέδασα πάρα πολύ! Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα κάποιες στιγμές να με καθοδηγήσουν αυτοί με την μουσική τους πως θα κουνηθώ και πως θα σκεφτώ, συγκινήθηκα. Και κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να χορεύει με τον παραδοσιακό τρόπο των ποστροκάδων και κοίταξα με νόημα τον κολλητό μου δίπλα που έκανε ακριβώς το ίδιο. Ύστερα από την συναυλία, με μια μπύρα στο χέρι σε ένα ψηλό τραπέζι στους Θεσσαλούς, μας έπιασε κάτι που μας έπιανε παλιά και στα Γιάννενα (κυρίως) αλλά και στην Αθήνα: Συζητήσαμε με πάθος για το ποστ ροκ!  



Αντίο λοιπόν James Collins, Matthew Daly, John Helps, Robin Southby και Jamie Ward, αντίο maybeshewill, αντίο Λέστερ -ελπίζω να πάρετε φέτος την Πρέμιερ, ζήτω το ΠΟΣΤ ΡΟΚ!


 Photos  © Mariza Kapsabeli 2016

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Η πρώτη μου ανάμνηση

Το παρακάτω είναι το πρώτο τραγούδι που θυμάμαι - και δεν θα ξεχάσω- από την μακρά σχέση μου με τους Sigur Rós. Δεν πιστεύω ότι είναι το καλύτερο τους πια αλλά μέσα από μια παράλογη εξίσωση, μουσικής, χρονικής στιγμής και συναισθημάτων για μένα είναι είναι ένα από τους ομορφότερους συνδυασμούς ήχων που έχω ποτέ συναντήσει.
Είναι μια από αυτές τις αναμνήσεις που αποκαλούμε πρώτες. Ποιά είναι η πρώτη σου ανάμνηση ως παιδί;,  ρωτάνε συνήθως. Εμείς εδώ στον Άγιο που σε όλα τα υπόλοιπα είμαστε 30 σαμθινκ, για την μουσική γινόμαστε παιδιά που ακούνε ένα χιλιοπαιγμένο τραγούδι σαν να είναι ο πρώτος αγαπημένος ήχος που έβαλε σε αρμονική ταλάντωση τα δύο τους τύμπανα. Και έτσι ακούω τώρα στο λεωφορείο το Σβεν-Τζι-Ενκλαρ (ακόμα να μάθω πως προφέρεται μα τι σημασία έχει το όνομα του ήχου;) και νομίζω - λανθασμένα - ότι είναι η πρώτη μου ανάμνηση (τελεία).

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Που θα βρούμε Τσίπουρο, βερσιόν 2

Πως τα φέρνει καμιά φορά η τύχη!
Από την αρχή της χρονιάς είχα αποφασίσει να γράφω για τους αγαπημένους μου δίσκους μόλις κυκλοφορούν και είχα πολλές ευκαιρίες: Οι Tortoise, ο David Bowie, οι Tindersticks και οι Massive Attack κυκλοφόρησαν νωρίς νωρίς τρεις υπέροχους δίσκους που άνοιξαν το 2016 με τον καλύτερο τρόπο. Ακολούθησαν λιγότερο γνωστά ονόματα όπως οι Venetian Snares (με το Traditional Synthesizer music) που με έκαναν να νιώσω λίγο 90ιζ ξανά με το σινθ-τέκνο τους, ο Matt Elliott (κλασικά) με το ολοκαίνουριο The Calm before που δεν μπορεί παρά να προστεθεί στην δισκοθήκη μου μόλις αποκτήσω κανά φράγκο και το εκπληκτικό τρίο-έκπληξη Gogo Penguin με το Μan made object -αν και ξεκινήσαμε να τους ακόυμε με το v2.0.

Τελικά για τίποτα από αυτά δεν έγραψα. Και εδώ και μερικές μέρες που σαν οδοστρωτήρας πέσανε πάνω μας να μας φάνε τα λεφτά οι εταιρείες συναυλιών με τους Tindersticks στην Στέγη, τον Matt Elliott κάπου και τους Sigur Rós στην Πλατεία Νερού (δάκρυα κυλάνε στα ματάκια μας όταν σκεφτόμαστε ότι η 13η Ιουνίου είναι μόλις 3 μήνες μακριά) με βασανίζει μία επιθυμία να γράψω το Που θα βρούμε Τσίπουρο βερσιόν 2.



Που θα βρούμε λοιπόν Τσίπουρο αγαπητοί τσιπουροσύντροφοι;

Αλλά πριν σας δώσω ονόματα και διευθύνσεις παρόνομων τσιπουροπαραγωγών μία συγκινητική ιστορία:

Κάπου μέσα στο 2000 ένας 22χρονος φοιτητής ψάχνει απεγνωσμένα να βρει εισιτήριο και παρέα για την συναυλία του αγαπημένου του συγκροτήματος. Ο κόσμος έχει παραλύσει. Έρχονται. Έρχονται στην Αθήνα. Το εισιτήριο του πρώην μακρυμάλλη φοιτητή είναι εξασφαλισμένο από τις οικονομίες του χαρτζηλικίου του και δεν μπορεί κανείς να του το στερήσει. Η παρέα του είναι αμφίβολη: Μία βέρα Πετροπουλιώτισσα, ερωμένη του Eddie Vedder αλλά και του Thurston Moore θα τον ακολουθήσει μέχρι τον Λυκαβηττό χωρίς εισιτήριο.

Το θέατρο του Λυκαβηττού είναι φίλοι μου ο καλύτερος συναυλιακός χώρος στην Ελλάδα ever! Το ξέρω ότι κλαίτε μερικοί που έκλεισε το Ρόδον, το ξέρω ότι η DiDi έχει φτιάξει την σούπερ φυλακ- συγνώμη το σούπερ υποτίθεται συναυλιακό χώρο στην Μαλακάσα αλλά νοσταλγήστε απλά ότι έχετε δει στον Λυκαβηττό. Από μέσα ή και από τα βραχάκια.

Και εκεί λοιπόν μπαίνω με την εισιτηριάρα μου (μπαίνει ξεχωριστά δυστυχώς και η grunge Πετροπουλιώτισσα) και πιάνω την θέση μου μπροστά ακριβώς από τον Johnny Greenwood. Το θέατρο γεμάτο με κόσμο, μπροστά από την σκηνή, στα καθίσματα αλλά και τα βραχάκια. Την συναυλία ανοίγουν οι Clinic συμπαθητικό σαπόρτ που διάλεξε το ίδιο το συγκρότημα του πόθου μου. Μας ζεσταίνουν μια χαρά αλλά εμείς είμαστε ορκισμένοι στο Μαύρο Αστέρι.

23/6/2000*. Πριν τρία χρόνια κυκλοφόρησε ο καλύτερος δίσκος όλων των εποχών. ΟΚ Computer. Σε 4 μήνες θα κυκλοφορήσει ο επόμενος από τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών. Kid A. Στα μουσικά περιοδικά και σάιτ θα γίνει χαμός. Ανάμεσα στους φαν αμηχανία αλλά και καμιά φορά οργή. Πώς να ακολουθήσεις τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών; Πώς να υποφέρεις όλες αυτές τις μπάντες που παίζουν σαν τους Radiohead;

“upon first listen, Kid A is just awful ... Too often it sounds like the fragments that they began the writing process with – a loop, a riff, a mumbled line of text, have been set in concrete and had other, lesser ideas piled on top.”**

“The album is morbid proof that this sort of self-indulgence results in a weird kind of anonymity rather that something distinctive and original.”***

“[the album is] tubby, ostentatious, self-congratulatory, look-ma-I-can-suck-my-own-cock whiny old rubbish ...”****

Η απάντηση στα ερωτήματα είναι ότι για να μπορείς να σταθείς όρθιος μετά τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών θα πρέπει να γράψεις τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών #2 ο οποίος απλά θα είναι τελείως διαφορετικός από τον #1. You did it! Και μετά -αν τολμάς- κυκλοφόρησε άλλον έναν δίσκο με τα τραγούδια που “δεν χώρεσαν” στον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών #2!!!

Εκείνο το θερινό βραδάκι στον λόφο πάνω από την αγαπημένη μου Αθήνα, περίμενα με ανυπομονησία να ακούσω το συγκρότημα ΜΟΥ, τους Radiohead ΜΟΥ, τα τραγούδια ΜΟΥ. Περίμενα να κλάψω στο άκουσμα έστω μιας νότας από το Black Star. Και του το φώναξα αλλά δεν με άκουσε ή με αγνόησε απλά. Γιατί εκείνη την ημέρα ήταν Βασιλιάς, Αυτοκράτορας, Θεός πάνω μου. Και ξεκίνησε με το Optimistic που δεν το ήξερα. Και συνέχισε με άλλα τραγούδια που τα άκουγα πρώτη φορά, που δεν ήταν τα τραγούδια ΜΟΥ! Κάποια στιγμή μπήκε βουίζοντας, δονούμενο το National Anthem. Και τότε κατάλαβα! Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα την πραγματικότητα. Μάλλον έκλαιγα σε όλη την διάρκεια του τραγουδιού. Και ο Johnny με κοίταγε με κατανόηση και μου έκλεισε το μάτι. Αλλά όλοι οι υπόλοιποι γύρω μου δεν κατάλαβαν. Φώναζαν να παίξει το Creep. “Out of the question” είπε ο Thom; Ούτε Μαύρο Αστέρι. Αλλά όχι για περίμενε. Τι είναι αυτό; Ποιός; Τι; Φαντάσματα αλόγων; Τι είπες; Πώς να εξαφανιστώ τελείως και να μην βρεθώ ποτέ;

Φήμες λένε ότι εκείνη η συναυλία ήταν η καλύτερη όλων των εποχών. Εγώ τις ξεκίνησα αυτές τις φήμες. Ανάμεσα στα καινούρια τραγούδια του Kid A και του Amnesiac δεν υπήρχε χώρος για το παλιό. Οι Radiohead πέθαναν και αναστήθηκαν ακριβώς όπως ο παπαγάλος που έπεσε στην καυτή σούπα σε εκείνο τον όμορφο βραζιλιάνικο μύθο που διηγείται ο Εδουάρδο Γκαλεάνο σε κάποιο από τα βιβλία του. Και αν είναι σήμερα το καλύτερο συγκρότημα μουσικής όλων των εποχών αυτό είναι αλήθεια όχι γιατί έγραψαν το OK Computer αλλά γιατί ακολούθησε το Kid A.



ΥΓ: Ρε λέτε να έρθουν τελικά;  



*http://students.ceid.upatras.gr/~kakaletr/athenslive/athenslive1.htm
**Κριτική στο MOJO
***Κριτική του Βρετανού συγγραφέα Νικ Χόρνμπυ (High Fidelity, About A Boy) στο New Yorker
****Κριτική στο Melody Maker

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

No? | Ουρανός Μολύβι του Λόλεκ

- Κανέναν Έλληνα μουσικό δεν άκουσες φέτος πέρυσι ρε Άτριχε;
- Μπα, δεν μπορούσα να βγάλω από τα αυτιά μου τον περσινό προπέρσινο δίσκο του Μπάμπη και στο metadeftero.gr μου το θύμιζαν συνέχεια.
- Μα ούτε έναν;! The boy ή κάτι τέτοιο; Κώστας Μακεδόνας; Μποφίλιου; Χαρούλης έστω;
- Ναι, εντάξει μην συνεχίζεις. Θυμήθηκα.




Εκείνη η εβδομάδα στο Half Note με τον Ματ Έλλιοτ σαν να τον απελευθέρωσε. Ο πρώτος του δίσκος (Alone, 2009) ήταν λίγο [...] Songs με εκείνο το μοναδικό τραγούδι που ακούγαμε συνέχεια και μας θύμιζε Ματ (Have you noticed?). Οι συναυλίες με τον Ματ Έλλιοτ ήταν κάτι φυσικό εκείνη την στιγμή αλλά δεν υπήρχε σύγκριση μεταξύ τους. Ο Αχινός όμως ήταν ήδη στα σκαριά και έπαιζε ήδη κομμάτια στο Half Note. Όμως συνέχεια διαβάζεις για τον Ματ Έλλιοτ ότι η μουσική του έχει κάτι το βαλκανικό- εγώ δεν το είδα ποτέ. Αλλά ο Λόλεκ είναι βαλκάνιος ρε γαμώτο! Δεν μπορεί, δεν πρέπει να παίζει αυτή την "μαύρη απελπισία" του Μπριστολέζου-που-έγινε-Παριζιάνος Ματ. 

Η πρώτη αλλαγή που έκανε ο Λόλεκ και φάνηκε τελικά ότι ήταν και η πιο φυσική κατάληξη, ήταν αλλαγή γλώσσας στον στίχο από αγγλικά σε ελληνικά. Στον Αχινό ο Λόλεκ ξεσπάει σε μια άνευ προηγουμένου και άνευ όρων απελπιστική (ακόμα) προσπάθεια να ακουστεί η διαφορετική φωνή του και το αποτέλεσμα είναι πρωτόλειο, γυμνό από λεπτομέρειες, φιοριτούρες, φρου φρου και αρώματα. 

Τώρα σύμφωνα με τον ίδιο (ή την εταιρεία του):
Ο ήχος της καινούριας του δουλειάς είναι ηλεκτρισμένος ρεμπέτικος και η μουσική κινείται ανάμεσα στο πανκ, το ροκ και τον άνευ ορίων ήχο του μπουζουκιού.
Η μουσική του λοιπόν γίνεται πιο σοβαρή. Η σύνθεση (χρησιμοποιώ την δεύτερη έννοια της λέξης, 'fusion' δηλαδή) του ηλεκτρικού ροκ ήχου με το ρεμπέτικο ή το λαϊκό αν προτιμάτε δεν είναι έυκολη υπόθεση για κανέναν. Πόσο μάλλον για τον Λόλεκ τον οποίο οι περισσότεροι δεν έχουν σε καμία εκτίμηση μουσικά και στιχουργικά. Αλλά εγώ δεν μπορώ να μην υποκλιθώ στον μουσικό που έγραψε το 'Μάρκος' για τον Βαμβακάρη, ένα ροκ τραγούδι με το πιο ηλεκτρισμένο μπουζούκι που έχω ακούσει ποτέ,  το χορευτικό ροκ-φανκ-τσιφτετέλι 'Καφτάνι' ή το εκπληκτικό 'Ουρανός μολύβι' που συνεχίζω συχνά να σιγοτραγουδάω έναν χρόνο μετά και να αισθάνομαι το βάδισμα μου να γίνεται λίγο πιο χαρούμενο.


Μικρό σημείωμα για μία μουσική χελώνα

Τι είναι οι Τortoise αν όχι το μουσικό συγκρότημα της έκπληξης; Οι πατέρες του ποστ που σχεδόν δεν έχουν συνθέσει ούτε ένα τραγούδι του είδους! Ψάχνουμε να βρούμε ποτέ μας ξεγέλασαν μάταια. Έτσι περιμέναμε το The Catastrophist να είναι μέσα στα καλύτερα της χρονιάς αλλά όχι. Ποτέ. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανε μπαμ ένας δίσκος τους; Ποτέ. Επομένως ο τελευταίος δίσκος τους είναι μια χαλαρή βόλτα στο στούντιο. Χαλαρή όπως λέμε νταμπ. Μπάσα, ατμοσφαιρικές συνθέσεις, πλήκτρα και άλλοι ήχοι περίεργοι (στο “Shake Hands with Danger” έχουν βάλει κάτι κουδουνάκια που με τρελαίνουν σε συνδυασμό με τον τόσο Τορτοιζικό ρυθμό). Μου αρέσει πολύ όπως μου αρέσουν όλες τους οι συνθέσεις χωρίς εξαίρεση. Επομένως χαλαρώστε λίγο, βγάλτε από το μυαλό σας το ότι είναι ιδιοφυίες που χώρεσαν μέσα στην μουσική τους νταμπ, τζαζ, κράουτροκ και ηλεκτρόνικα, και απολαύστε το. Έτσι κι αλλιώς οι Tortoise ποτέ δεν έπαιξαν ποστ ροκ. Μπήκαν στην ταμπέλα ποστ γιατί καμία άλλη δεν τους χωράει. 

Τιριρά

Παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό παίξτε αυτό
Το παίξανε Τάσο πρώτο πρώτο και φώναζα όχι πρώτο όχι πρώτο όχι πρώτο σαν να μην ήμουν έτοιμος - όχι δεν ήμουν - γιατί δεν ήμουν; πες κάτι που ήσουν χθες; εκεί που είσαι σήμερα πες κάτι οτιδήποτε χαιρέτα τον θάνατο τι; χαιρέτα τον θάνατο, άτριχε μου πίθηκε οκέι θυμάσαι που έγραφα στιχάκια από ονόματα μουσικών στο τετράδιο της κβαντομηχανικής και τα έπαιρνες μαζί σου και την επόμενη μέρα τα έκανες ήχους; ε, θυμάσαι; όχι θυμάμαι μόνο τους ήχους που επιστρέφουν με δύναμη από το παρελθόν θυμάσαι; όχι θυμάμαι ότι έγραφα στιχάκια από ονόματα μουσικών και το χαμόγελο σου 






Το μόνο που θυμάμαι φυσικά είναι στιγμές, φλασιές, οι Exposions in the Sky τα σπάνε στην σκηνή, ξεκινάει το τραγούδι που περίμενα να παίξουν όσο κανένα άλλο αλλά η δύναμη του με χτύπησε στα μούτρα σαν παγωμένος βοριάς, το ζευγαράκι μπροστά χαμουρεύεται ενώ οι κιθάρες λυσσάνε, το ζευγαράκι φεύγει από μπροστά μου γιατί οι κιθάρες ακόμα λυσσάνε τρομακτικά, ένα μπουκαλάκι τσίπουρο που αδειάζει πολύ γρήγορα, πόνος στον σβέρκο, ιδρώτας στους κροτάφους μου, δίπλα μου ο JB συγχρονίζεται, πίσω μου ο Θ. χάνεται, κραυγές στα ξεσπάσματα των κομματιών, μία από αυτές είναι δική μου, τα πόδια μου αφήνουν το έδαφος, τα πόδια μου προσγειώνονται, κλείνω τα μάτια αλλά δεν πέφτει σκοτάδι, οι κιθάρες -θεέ μου- ακόμα λυσσάνε, κάποιος πάνω στην σκηνή παίζει πιάνο, κάποιος στην σκηνή παίζει ντέφι με τέτοιο πάθος χτυπώντας το στο πάτωμα, γύρω μου όλοι είναι εκστασιασμένοι ή απλά έκλεισα τα μάτια και το φαντάζομαι, νιώθω τρίχρονο παιδί που ακούει πρώτη φορά την λιλιπούπολη, να και το greet Death, που είσαι Τάσο, που είσαι Αντώνη, Άκη, Άρη, μπαίνει και το τιριρά* και αν οι δίσκοι σας είναι δροσεροί καταρράκτες που μας ξεδιψάνε, τα λάιβ σας είναι ωκεανοί όπου βουτάμε διψασμένοι και βγαίνουμε γλείφοντας το αλάτι το κολλημένο στα κορμιά μας.

Requiem for Mono of Japan

Οι Μόνο είναι χαρακτηριστικοί γιαπωνέζοι. Πρώτα ενθουσιάζονται με κάτι εξωτικό -για αυτούς- κυρίως από τον δυτικό πολιτισμό. Στην περίπτωση τους το ποστ ροκ των Μogwai. Στην αρχή το αντιγράφουν χωρίς αλλαγές ώστε να γίνουν κάτοχοι του πραγματικοί. Αν δεν κατέχεις κάτι ολοκληρωτικά δεν μπορείς ούτε να το αναπτύξεις ούτε να το καταστρέψεις. Μετά σιγά σιγά το αλλάζουν προσαρμόζοντας το στα μέτρα τους, στην φιλοσοφία τους, στην κάβλα τους. Και τέλος, ακούγοντας τους 20 χρόνια μετά στην ΑΘήνα με το Recoil, Ignite αναρωτιέσαι φωναχτά “Πόσο γαμάτε;!”

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να σκεφτώ μια πιο ρομαντική ιστορία στο ποστ ροκ από αυτή των Mono. Πριν το Hymn to the Immortal… δεν τους ήξερε κανείς ή μάλλον τους ξέρανε κάτι ποστροκάδες που αγαπούσαν να ακούν μογκουαικά ριφ παντού. Το Ηymn είναι μαγικό, αέρινο, κελαρυστό είναι εύθραυστο είναι η στιγμή που η μπάντα περίμενε σε όλη της την μουσική ζωή. Είναι το σημείο μηδέν, οι Μονo έχουν χαρακτηριστικό ήχο που δεν παραπέμπει σε κανέναν άμεσα. Από αυτό το σημείο υπάρχουν δύο δρόμοι: Να παραμείνουν οι Μόνο του Hymn ή να μας σκίσουν τα αυτιά και τις ποστροκ ψυχές με κάτι άλλο, κάτι αντιηρωικό.

Γι’ αυτό αγαπάμε τους Μόνο. Γιατί ο δύσβατος δρόμος της μουσικής δημιουργίας περνάει μέσα από αποτυχίες, πεσίματα, καταστροφές μέχρι να (-αν) φτάσει στην δεύτερη μαγική στιγμή που απογειώνει μπάντες, ακροατές, κριτικούς, τους πάντες. Και οι Μόνο μετά την αργή προσαρμογή στην ταμπέλα του Ηymn (πρέπει να το απολαύσεις) και την μικρή αποτυχία του Holy Ground και του For my parents αλλάζουν πάλι το χρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο κουνιόμαστε εμείς οι ποστροκάδες με το Rays of Darkness. H σκοτεινιά του έχει μια δύναμη που σε παρασέρνει μαζί του στον Άδη να παρακαλέσεις μαζί με τον Ορφέα για την επιστροφή της Μούσα σου, ενώ ξέρεις εκ των προτέρων ότι θα γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω. 

Το Requiem from Hell παραπέμπει πάλι σε αυτή την σκοτεινή δύναμη αλλά δεν ήταν γραφτό του να επαναλάβει τα ίδια συναισθήματα με τον προκάτοχο του. Όταν ακούς ότι παραγωγός θα είναι ο Albini, εκτός από την γελοία σκέψη ότι όλοι είχαν τον Αμπίνι παραγωγό, ξέρεις βασικά ότι ο ήχος θα είναι σκληρός, άκαμπτος, ότι οι κιθάρες θα τα δώσουν όλα. Όποιος πέρασε από τα χέρια του, είτε το ήθελε είτε όχι, έκλεισε το μάτι του στο indie και το hardcore και οι Mono δεν είναι εξαίρεση.
Αν και όλος ο δίσκος είναι ένα σχεδόν ενιαίο έργο, μπορώ να τον χωρίσω σε τρία μέρη:

Πρώτο μέρος, Death in Rebirth + Stellar: Επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι ο Τάκα ο οποίος έχει γράψει τον δίσκο μόνος του, έγραψε τραγούδια που επιβαλόταν να παράξει ο Αλμπίνι! Οι κιθάρες εδώ δεν αστειεύονται ούτε κλαψουρίζουν. Μπαίνουν σε πρώτο πλάνο από το ξεκίνημα (βέβαια αν δεν υπήρχαν οι ντράμερ θα σου έλεγα τι ποστ θα ακούγαμε τώρα) και ξέρεις ότι θα κρατήσουν την πρωτιά και θα ξεσπάσουν τόσο έντονα όσο ένα τσουνάμι στο Σινικό Τείχος! Και το κάνουν ακριβώς στο μέσο του κομματιού (ξεσπάνε) χωρίς όμως να έχεις την εντύπωση ότι τελειώσε κιόλας η αναμονή. Είναι αυτό το αίσθημα που οι κορυφαίοι μουσικοί του ποστ έχουν εφεύρει, που το κομμάτι αναπτύσεται σε πολλά επίπεδα και πολλά ξεσπάσματα τα οποία όμως δεν σε τελειώνουν αλλά συνεχίζουν την αναμονή. Θυμάμαι δύο περιστατικά: Με τον JB να περιμένουμε όλο αγωνία να κορυφωθεί το Storm και να λέμε κάθε λίγο “δεν φτάνει ρε φίλε!”. Και σε έναν γάμο όπου περιμένουμε το ζευγάρι να μπει με το Moya αλλά η τελική κορύφωση αργεί βασανιστικά και πέφτει εκεί που δεν την περιμένεις (ή έχεις κουραστεί να περιμένεις.) Έτσι εδώ ένα χαρακτηρικότερο κομμάτι αυτής της τεχνικής δημιουργίας αναμονής και κορύφωσης, το Death in Rebirth τα σπάει Αλμπινικά και ποστροκικά μέχρι να κορυφωθεί και να πέσει στο ξεκίνημα του χαμηλων τόνων Stellar, που είναι μεν ένα όμορφο ιντερλούδιο με έγχορδα και καμπανάκια, πιανάκια αλλά είναι ένα ενδιάμεσο κομμάτι μέχρι να ξεκινήσει το δεύτερο (και καλύτερο;) μέρος.

Δεύτερο μέρος, Requiem from Hell: Παλιά θυμάμαι μου άρεσαν (ακόμα δηλαδή μου αρέσουν) τα πολύ μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια ποστ ροκ. Ήμουν τόσο βλαμμένος με την διάρκεια που όταν αγόραζα ένα νέο σι ντι το πρώτο που κοίταζα ήταν τα λεπτά δίπλα στα τραγούδια για να διαλέξω το αγαπημένο μου. Όπως καταλαβαίνετε (αν εξαιρέσουμε τους GYBE!) το My father my king ήταν για πολλά χρόνια το αγαπημένο μου σι ντι. Όχι μόνο έγραφε την διάρκεια κάτω  από τον τίτλο αλλά ήταν 20:12!

Με χαρά θυμήθηκα αυτή μου την μανία μόλις ανακάλυψα ότι το Requiem from Hell διαρκεί 17’ 48’’! Δεν είναι ότι δεν μου αρέσουν τα σύντομα ή κανονικά τραγούδια (όπως το So long, lonesome ή το San Pedro) αλλά πάντα πίστευα ότι στο ποστ ροκ για να ξεδιπλωθεί η μουσική και να κάνει όλα όσα θέλει η μπάντα πρέπει να πάει πιο μακριά. Στην περίπτωση των Mono και του Requiem τα πάντα πάνε κατ’ ευχή. Ξεκινάνε άτσαλα με τις κιθάρες, δίνοντας όμως μία ιδέα για το τι θα ακολουθλησει και το τέμπο μπάινει στα 5’ (!). Από εκείνο το σημείο και μετά μπορείς να απολαύσεις το ποστ ροκ στην πιο αγνή και όμορφη του μορφή, κιθάρες - τέμπο - ντραμς όλα χορεύουν σφιχταγκαλιασμένα παράγοντας μουσική που -πιστέψτε με- μπορείτε και να σιγοτραγουδήσετε στην δουλειά! 

Αυτό διαρκεί περίπου 4’.  Μετά ακολουθεί αυτό που ξεχωρίζει το ποστ ροκ από το ορχηστρικό indie. Για τρία λεπτά η κιθάρα του Τάκα κάνει 35χρονα αγοράκια/κοριτσάκια να ξεχνάνε ότι είναι ετερο- ή ομοφυλόφυλοι και να κουνιουνται ερωτικά όλοι μαζί με τον χαρακτηριστικό τρόπο. Και τέλος μακελειό! Όγκος, κιθάρες, μπάσο ντραμς σπάνε τα όρια της μουσικής για να επανέλθουν μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό το τελευταίο λεπτό στο ριφ που παίζανε στα 4 λεπτά ποστροκίλας. Μόλις τελειώσε το τραγούδι και ανατρίχιασα. Ποτέ δεν θα καταφέρω να βρω τις κατάλληλες λέξεις να περιγράψω τα συναισθήματα που μου δημιουργεί παρότι είναι τόσο έντονα.

Τρίτο μέρος, Ely’s Heartbeat + Last Scene: Το Ely’s Heartbeat έχει τόσο χαρακτηριστικό Monoήχο που είναι περιττό να το περιγράψω. Αυτός ο ήχος κιθάρας που βρίσκεται στο περιθώριο όταν ξεκινάει το τραγούδι, πίσω από τα ντραμς, θα έπρεπε να λέγεται Taka/Mono. Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το Last Scene που κλείνει τον -σύντομο- δίσκο. Ξέρεις μετά το τέλος του ομώνυμου κομματιού ότι δεν περιμένεις (και δεν μπορείς να περιμένεις) άλλη κορύφωση στο άλμπουμ. Τα σχεδόν 18 λεπτά του Requiem είναι αυτό που περίμενες από τους Γιαπωνέζουν ποστροκάδες, τώρα πρέπει να το κλείνουν σιγά σιγά και το τελειώνουν πολύ όμορφα είναι η αλήθεια.
Επειδή το Requiem απλά γαμεί αυτό δεν σημαίνει ότι ο υπόλοιπος δίσκος είναι αμελητέος ή απλά συνοδευτικός στο τραγούδι αυτό. Αντίθετα, και θα το διακινδυνεύσω αν και είναι νωρίς, ίσως είναι ένας από του καλύτερους σίδκους όχι μόνο των Mono αλλά και του ποστ ροκ. Άλλωστε με την εμπορευματοποίηση του ήχου των Mogwai και την δεύτερη περίοδο των GYBE! Οι Mono είναι από τα πιο φορμαρισμένα ποστ ροκ συγκροτήματα αυτή την εποχή, παρέα με τους 65daysofstatic και τους Explosions in the sky.

Για κατακλείδα ας προσευχηθούμε όλοι στον Άγιο προστάτη των απανταχού ποστροκάδων και τσιπουρολάτρων να τους ξαναδούμε στην Αθήνα σύντομα γιατί μία φορά φέτος δεν είναι αρκετή.

1978

{Εν τω μεταξύ έχω βάλει στο ριπίτ το τραγούδι μπας και σκεφτώ κάτι φοβερό να γράψω}

Το 1978 είναι η επιτομή του ποστ-ροκ. Ίσως είναι η αρχή του ποστ-ροκ. Μάλλον και το τέλος του. Δεν είναι όμως ένα ποστ-ροκ τραγούδι όπως δεν είναι ποστ-ροκ οι Tortoise ή οι Fly Pan Am. Τίποτα δεν είναι κάτι μέχρι μία αισχρή πλειοψηφία που δεν αρκείται στο να ακούει, να βλέπει και να διαβάζει, αποφασίσει την ταμπέλα που προτιμάει.

Το 1978 είναι τζαζ.

Το 1978 είναι αβαν-γκαρ.

Το 1978 είναι σπέις-ροκ.

Το 1978 είναι το έτος γέννησης μου.

Ξεκινάει τόσο όμορφα με αυτό τον ρυθμό που δίνουν οι δύο ντράμερ και ο μπασίστας να είναι τόσο μονότονα εκπληκτικός. Κάθε δάσκαλος της τζαζ θα ήταν περήφανος.

Ύστερα μία κραυγή για να δώσει ώθηση στην αλλαγή της μουσικής κλίμακας και της διάθεσης των μουσικών. Δεν ξέρω τι στο διάολο σκέφτονται οι μουσικοί ή ποιοι επηρέασαν την μουσική τους αλλά αυτό εδώ ακριβώς το σημείο μου θυμίζει τον Τσαρλς Μίνγκους. Χαίρομαι μόνος μου γιατί αγαπώ την μουσική του και μπορεί εν τέλει να έχω δίκιο. Συνήθιζε ο εκκεντρικός (;) τζαζίστας να εμψυχώνει τους μουσικούς του (όταν δεν τους απειλούσε με μαχαίρι) ακόμα και κατά τις ηχογραφήσεις των δίσκων του.

Η μουσική αλλάζει εντελώς χωρίς να χάσει την συνοχή της. Η κραυγή μπορεί να είναι ή να μοιάζει με προτροπή και συνδετικός κρίκος μαζί αλλά ακόμα και αν έλειπε (καλύτερα όχι) η συνέχεια, η σύνδεση, η ροή της μουσική ςείναι εκεί, μπορείς να την νιώσεις και να την πιάσεις με τα χέρια σου -ναι αυτός ο ρυθμός δεν χρειάζεται ακοή.

Για λίγο όμως. Για λίγο μπορούμε να νιώσουμε το ξέσπασμα των μουσικών που έγραψαν και εκτέλεσαν αυτό το έπος. Κάπου κάπου θες να ξεσπάσεις, να πηδήξεις στον αέρα με τα χέρια ψηλά ή να αρχίσεις να τρέχεις στο πεζοδρόμιο χωρίς να βιάζεσαι να φτ'ασεις πουθενά. Τι καλύτερο από έναν δαιμονισμένο ρυθμό (χαχα) που σε οδηγεί στην κορύφωση και μετά αμέσως επανέρχεται. Όχι δεν είσαι έτοιμος ακόμα.

Παρατηρήσατε ότι δεν υπάρχουν πουθενά χάλκινα; Ένας σκέτος γαμάτος τζαζ ρυθμός από δύο ντράμερ που ΔΕΝ παίζουν τα ίδια ακριβώς και ένα μπασίστα που ξεκινάει και σταματάει να παίζει συνέχεια.

Προσωπικά θα περίμενα άλλο ένα τελικό ξέσπασμα/ανέβασμα των τόνων/κορύφωση για να τελειώσει το κομμάτι πανηγυρικά. Αλλά είπαμε: Ούτε ποστ-ροκ ούτε τζαζ.

Στα μισά σταματάνε οι ομοιότητες με οποιοδήποτε είδος και ειδικά με την τζαζ του Μίνγκους. Οι κιθαρίστες αποφασίζουν να μην παίξουν κιθάρα και ξεσπούν θεατρικά στα πετάλια τους δημιουργώντας μία μικρή αναστάτωση. Οι τσιρίδες των χορδών που πάλλονται όλες μαζί χαλάνε την διάθεση που έχει δημιουργήσει η μελωδία της μοναδικής κιθάρας χωρίς εφέ που ακολουθούσε πιστά τον ρυθμό σε όλο το τραγούδι. Οι τσιρίδες σταματάνε ξαφνικά και ο ρυθμός, η κιθάρα επανέρχονται απτόητοι.

Το τραγούδι τελειώνει όπως άρχισε -τύμπανα και κιθάρα επαναλαμβάνουν τον κορμό του κομματιού- για να μας αποδείξει ότι δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχουν -μερικές φορές- ούτε λόγια για να περιγράψουν ένα απλό τραγουδάκι από αυτά που έχουν περάσει και θα περνάνε απαρατήρητα από μουσικούς, μουσικοκριτικούς και μουσικόφιλους.

Αλίμονο. Όπως τραγούδησε κάποτε και ο Μάλαμας Όσα κοστίζουν μια δραχμή / γι'άλλους κοστίζουν μια ζωή.

Χοπλάντικ: Ο παραδοσιακός τρόπος των ποστροκάδων

(Αγαπητό μου ημερολόγιο.
Έχουν περάσει τώρα 4 μέρες μερικές μέρες που πήγα στην πλατεία νερού και άκουσα το αγαπημένο μου συγκρότημα. Περίμενα 16 χρόνια για αυτή την συναυλία και καθώς φεύγαμε από τον χώρο όλοι γύρω μου μιλούσαν πολύ και σχεδόν παραληρούσαν. Εγώ αμίλητος κοιτούσα το έδαφος σαν αλλος ένας shoegazer. Βλέποντας με έτσι κάποια με ρώτησε αν μου άρεσε η συναυλία και εγώ το μόνο που βρήκα να απαντήσω ήταν : ναι, πολύ. Θα μπορούσε να είναι και ειρωνικό.
Δεν περιμένω να με καταλάβεις αγαπητό μου ημερολόγιο. Μέρες πριν εκείνη την δευτέρα είχα παίξει την συναυλία στο μυαλό μου και την είχα ακούσει ξανά και ξανά στα αυτιά μου. Και μου άρεσε πολύ. Όμως δεν το περίμενα αυτό. Όταν ξεκίνησε το Staralfur έκλεισα τα μάτια και ένας δάκρυνος κόμπος έφραξε τον λαιμό μου. Ναι ήθελα να κλάψω έκλαψα από χαρά στο άκουσμα της πρώτης νότας του δεύτερου τραγουδιού. Ξέρεις ημερολογιάκι μου ότι κλαίω εύκολα και ένα καλό τραγούδι είναι μια εξαίρετη αφορμή για την ανακούφιση των δακρύων. Έτσι ξεκίνησε η όμορφη βραδιά. Με μια αφορμή για δάκρυα χαράς. Ύστερα άρχισε να βρέχει και να σταματάει, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και κόκκινος, και τα δάκρυα μου ανακατεύτηκαν με τις χοντρές σταγόνες της βροχής… αλλά δεν έγινε έτσι. Φόρεσα την κουκούλα μου, έγειρα το κεφάλι και έκλεισα τα μάτια. Πέρασε μέσα από τα αυτιά μου το Saroglur, το Glosoli (Θεέ μου σταματά να μας βρέχεις και κάτσε να ακούσεις αυτή την θεία μουσική) και διάφορα ανώνυμα τραγούδια που κάποτε αποκτήσαν όνομα και πολύ με λύπησαν γιατί εκείνη η μελωδία, ετούτος εδώ ο θόρυβος δεν έχουν όνομα -δεν πρέπει να ονομάζονται- όπως δεν έχουν στίχους πάρα μόνο μουσική, νότες -όχι όχι νότες, άλλο ήθελα να πω αλλά πώς, οι τρεις τους εκεί πάνω παίζουν και εγώ με κλειστά τα μάτια ακούω και νιώθω, μόνο ακούω και νιώθω, σταματά να βρέχεις, σταματά αέρα, σταματά κοσμε να ακούσεις και να νιώσεις. Το πλήθος βγάζει ένα επιφώνημα θαυμασμού ενώ οι σκέψεις μου δονούνται από βαρυτικά κύματα τα οποία εκπέμπουν τρία σούπερνόβα από την σκηνή. Σηκώνω το κεφάλι και σκουντάω τον JBuddha. Τι έγινε; Ένας κεραυνός πάνω από την σκηνή. Ασήμαντο καθώς η μουσική συνεχίζει. Μόνο για φωτογραφία. Ενώ προσπαθώ να βρω τα λόγια των ανώνυμων τραγουδιών και δεν τα καταφέρνω καλά ανακαλύπτω ότι τα χοπλάντικ είναι αυτό που δύο δεκαετίες τώρα κάνουμε στις ποστ ροκ συναυλίες· επινοούμε μια νέα - δικιά του ο καθένας - γλώσσα για να συντροφέψουμε τις αγαπημένες μας μελωδίες και θορύβους με λόγια. Το απλό άθροισμα των φωνών μας είναι αυτό που κάποιοι τόλμησαν να ξεστομίσουν ως αστείο ή ως προσβολή : ο παραδοσιακός τρόπος των ποστροκάδων.
Και φτάνουμε σιγά σιγά στο τέλος. Ποιο να παίξουν τελευταίο για να μας γαμήσουν τελείως ακόμα και αν ξέρουμε ήδη μέσες άκρες ακριβώς την σειρά των τραγουδιών; Πως βρέθηκα στην κατάσταση που περιέγραψα στην αρχή, να μην μπορώ να γνωρίσω καν ότι ήταν ένα από αυτά τα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα δεκαέξι χρόνια μετά; Sven-g-englar, Olsen Olsen, Hoppipolla; Έχει σημασία; Ίσως. Υπάρχουν μερικά τραγούδια για κάθε συγκρότημα που πρέπει να ακούω σε κάθε λάιβ, όπως π. χ. το Fear Satan. Ανώνυμο τραγούδι Νο 8 λοιπόν το επονομαζόμενο και Pop song (Popladig). Είπαμε τα ανώνυμα έπρεπε να παραμείνουν έτσι. Για εμένα το #8 είναι η παρένθεση που κλείνει και όχι το ποπ τραγούδι, για κάποιον άλλο που το ακούει σημαίνει κάτι διαφορετικό, ανάμεσα σε αυτές τις παρενθέσεις του ολόλευκου δίσκου, άδειου από ερμηνείες και ταμπέλες από λόγια παραπλανητικά, τόσο γεμάτου από μουσική και συναίσθημα, ο καθένας βάζει ότι νιώθει.
Κλείνω λοιπόν μια παρένθεση που άνοιξε πριν από δεκαέξι χρόνια όταν μάτωνα τα αυτιά μου και το στόμα μου εκλιπαρώντας όποιον έβρισκα να ακούσει επιτέλους αυτό το δεν-ξέρω-πως-να-το-προφέρω-ακόμα Agaetis Byrjun.)

Viva POST ROCK! (Maybeshewill @ Athens, Greece, Thu 25/2/2016)

Το ποστ ροκ είναι ρομαντισμός, αγάπη μόνο, αγκαλιές και φιλιά κάτω από την σκηνή. Είναι σμίξιμο με τους κολλητούς σου που ακούνε ακριβώς τα ίδια γιατί μια νύχτα που βρεθήκαμε επιτέλους όλοι μαζί μέσα στο ίδιο δυάρι στην πλατεία Πάργης (έτσι το θέλησε το σύμπαν) συντονιστήκαμε. Διδάξαμε ο ένας στον άλλο αυτά που ήδη ξέραμε/είχαμε ακούσει και φτιάξαμε μια λίστα αρκούντως μεγάλη. Άλλος έδωσε πολύ άλλος λίγο εκείνη την βραδιά. Όμως το εκπληκτικό είναι ότι αυτό το αλισβερίσι, αυτό το σμίξιμο μουσικών όντων συνεχίζεται ακόμα καμιά 15αριά χρόνια μετά. Μόνο που αντί για χαρτί τώρα χρησιμοποιούμε τον παγκόσμιο ιστό και τις εφαρμογές του. 


Έτσι λοιπόν έμαθα τους Maybeshewill από τους πάντα ερευνούντες το ποστ φίλους και φυσικά δεν πείστηκα. Δεν πείστηκα καθότι λίγο ελιτιστής και έχω συνηθίσει από το ποστ ροκ να παίρνω μεγάλες συγκινήσεις. Και οι Maybeshewill δεν μου έδωσαν καμία συγκίνηση και καμία μεγάλη στιγμή να πω όχι ρε φίλε! Τι παίζουν! Τους θεωρούσα πάντα μία τίμια αλλά μέτρια ποστ ροκ μπάντα. Και με το σκεπτικό ότι πόσες ακόμα μπάντες θα δούμε που να παίζουν την αγαπημένη μας μουσική, πόσα χρόνια ακόμα θα ζει το αναθεματισμένο, κανονίσαμε να πάμε στην τελευταία τους συναυλία στην Ελλάδα αφού μετά από αυτή την περιοδεία διαλύονται. 

Ακούσαμε λίγο από το σετ των we.own.the.sky τους οποίους δεν ήξερα και δεν ήθελα να μάθω εν τέλει (συγνώμη που τα λέω έτσι ωμά αλλά έχω πλέον μάθει να ξεχωρίζω τι με ενδιαφέρει και τι όχι ώστε να ακούω όσο το δυνατόν περισσότερη και ενδιαφέρουσα μουσική). Αν θέλεις να παίξεις μέταλ αλλά ξεσηκώνεις από το ποστ δύο πράγματα (ορχηστρική και μακροσκελής μουσική;) και παίζεις σαπόρτ σε κανά βαρύ ποστ ροκ συγκρότημα, ε μην θέλεις να σε πάρω στα σοβαρά. Εγώ έχω έρθει να ακούσω ντιλέι τέρμα και να κουνηθώ με τον χαρακτηριστικό τρόπο των ποστροκάδων (ε να το είπα!) 


Οι maybeshewill μπήκαν μετά στην σκηνή χωρίς πολλά πολλά, χωρίς χαιρετούρες και απίθανες εισαγωγές και μας βάλανε στην θέση μας. Όταν λοιπόν λέω ότι ο άλλος είναι τίμιος εννοώ να υποστηρίζει ότι έχει δημιουργήσει, εννοώ ότι μπορεί να πάρει το μέτριο προς καλό υλικό των δίσκων του και με το πάθος της συναυλίας, το σπρώξιμο από ένα καλό κοινό να το κάνει κάτι μοναδικό. Και έτσι έγινε. Οι maybeshewill άφησαν τον μάταιο τούτο κόσμο της μουσικής on a high, όχι με ταρατατζούμ και κλάψες για το τι χάσαμε αλλά με το προσόν της μπάντας που στα λάιβ της ξέρει να παίζει, ξέρει να παθιάζεται με την μουσική της, ξέρει να κερδίζει το κοινό της ξανά (γιατί το κοινό μιας μπάντας είναι συνήθως κερδισμένο από πριν), ξέρει να κερδίζει και τους πιο δύσπιστους τέλος σαν και μένα. 

Θυμάστε (όχι) σας έγραφα κάποια άλλη φορά για τους Caspian και τον τελευταίο τους δίσκο και πως με τράβηξαν ξανά να τους ακούσω μια δεύτερη φορά. Λυπάμαι λοιπόν γιατί την προηγούμενη Πέμπτη είδαμε μία μπάντα που άξιζε να την ξαναδούμε λάιβ, σε αντίθεση με κάτι άλλα μεγάλα ονόματα που έχουμε κατά καιρούς χρυσοπληρώσει για να έρθουν και να μας κοροιδέψουν. Δεν θα την βάλω σε καμία λίστα καλύτερων συναυλιών έβερ ή οτιδήποτε άλλο, ούτε θα την μνημονεύω συνεχώς για χρόνια αναστενάζοντας για τις παλιές αγάπες που πάνε στον παράδεισο. Αλλά ξέρετε κάτι; Το διασκέδασα πάρα πολύ! Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα κάποιες στιγμές να με καθοδηγήσουν αυτοί με την μουσική τους πως θα κουνηθώ και πως θα σκεφτώ, συγκινήθηκα. Και κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να χορεύει με τον παραδοσιακό τρόπο των ποστροκάδων και κοίταξα με νόημα τον κολλητό μου δίπλα που έκανε ακριβώς το ίδιο. Ύστερα από την συναυλία, με μια μπύρα στο χέρι σε ένα ψηλό τραπέζι στους Θεσσαλούς, μας έπιασε κάτι που μας έπιανε παλιά και στα Γιάννενα (κυρίως) αλλά και στην Αθήνα: Συζητήσαμε με πάθος για το ποστ ροκ!  



Αντίο λοιπόν James Collins, Matthew Daly, John Helps, Robin Southby και Jamie Ward, αντίο maybeshewill, αντίο Λέστερ -ελπίζω να πάρετε φέτος την Πρέμιερ, ζήτω το ΠΟΣΤ ΡΟΚ!


 Photos  © Mariza Kapsabeli 2016

Η πρώτη μου ανάμνηση

Το παρακάτω είναι το πρώτο τραγούδι που θυμάμαι - και δεν θα ξεχάσω- από την μακρά σχέση μου με τους Sigur Rós. Δεν πιστεύω ότι είναι το καλύτερο τους πια αλλά μέσα από μια παράλογη εξίσωση, μουσικής, χρονικής στιγμής και συναισθημάτων για μένα είναι είναι ένα από τους ομορφότερους συνδυασμούς ήχων που έχω ποτέ συναντήσει.
Είναι μια από αυτές τις αναμνήσεις που αποκαλούμε πρώτες. Ποιά είναι η πρώτη σου ανάμνηση ως παιδί;,  ρωτάνε συνήθως. Εμείς εδώ στον Άγιο που σε όλα τα υπόλοιπα είμαστε 30 σαμθινκ, για την μουσική γινόμαστε παιδιά που ακούνε ένα χιλιοπαιγμένο τραγούδι σαν να είναι ο πρώτος αγαπημένος ήχος που έβαλε σε αρμονική ταλάντωση τα δύο τους τύμπανα. Και έτσι ακούω τώρα στο λεωφορείο το Σβεν-Τζι-Ενκλαρ (ακόμα να μάθω πως προφέρεται μα τι σημασία έχει το όνομα του ήχου;) και νομίζω - λανθασμένα - ότι είναι η πρώτη μου ανάμνηση (τελεία).

Που θα βρούμε Τσίπουρο, βερσιόν 2

Πως τα φέρνει καμιά φορά η τύχη!
Από την αρχή της χρονιάς είχα αποφασίσει να γράφω για τους αγαπημένους μου δίσκους μόλις κυκλοφορούν και είχα πολλές ευκαιρίες: Οι Tortoise, ο David Bowie, οι Tindersticks και οι Massive Attack κυκλοφόρησαν νωρίς νωρίς τρεις υπέροχους δίσκους που άνοιξαν το 2016 με τον καλύτερο τρόπο. Ακολούθησαν λιγότερο γνωστά ονόματα όπως οι Venetian Snares (με το Traditional Synthesizer music) που με έκαναν να νιώσω λίγο 90ιζ ξανά με το σινθ-τέκνο τους, ο Matt Elliott (κλασικά) με το ολοκαίνουριο The Calm before που δεν μπορεί παρά να προστεθεί στην δισκοθήκη μου μόλις αποκτήσω κανά φράγκο και το εκπληκτικό τρίο-έκπληξη Gogo Penguin με το Μan made object -αν και ξεκινήσαμε να τους ακόυμε με το v2.0.

Τελικά για τίποτα από αυτά δεν έγραψα. Και εδώ και μερικές μέρες που σαν οδοστρωτήρας πέσανε πάνω μας να μας φάνε τα λεφτά οι εταιρείες συναυλιών με τους Tindersticks στην Στέγη, τον Matt Elliott κάπου και τους Sigur Rós στην Πλατεία Νερού (δάκρυα κυλάνε στα ματάκια μας όταν σκεφτόμαστε ότι η 13η Ιουνίου είναι μόλις 3 μήνες μακριά) με βασανίζει μία επιθυμία να γράψω το Που θα βρούμε Τσίπουρο βερσιόν 2.



Που θα βρούμε λοιπόν Τσίπουρο αγαπητοί τσιπουροσύντροφοι;

Αλλά πριν σας δώσω ονόματα και διευθύνσεις παρόνομων τσιπουροπαραγωγών μία συγκινητική ιστορία:

Κάπου μέσα στο 2000 ένας 22χρονος φοιτητής ψάχνει απεγνωσμένα να βρει εισιτήριο και παρέα για την συναυλία του αγαπημένου του συγκροτήματος. Ο κόσμος έχει παραλύσει. Έρχονται. Έρχονται στην Αθήνα. Το εισιτήριο του πρώην μακρυμάλλη φοιτητή είναι εξασφαλισμένο από τις οικονομίες του χαρτζηλικίου του και δεν μπορεί κανείς να του το στερήσει. Η παρέα του είναι αμφίβολη: Μία βέρα Πετροπουλιώτισσα, ερωμένη του Eddie Vedder αλλά και του Thurston Moore θα τον ακολουθήσει μέχρι τον Λυκαβηττό χωρίς εισιτήριο.

Το θέατρο του Λυκαβηττού είναι φίλοι μου ο καλύτερος συναυλιακός χώρος στην Ελλάδα ever! Το ξέρω ότι κλαίτε μερικοί που έκλεισε το Ρόδον, το ξέρω ότι η DiDi έχει φτιάξει την σούπερ φυλακ- συγνώμη το σούπερ υποτίθεται συναυλιακό χώρο στην Μαλακάσα αλλά νοσταλγήστε απλά ότι έχετε δει στον Λυκαβηττό. Από μέσα ή και από τα βραχάκια.

Και εκεί λοιπόν μπαίνω με την εισιτηριάρα μου (μπαίνει ξεχωριστά δυστυχώς και η grunge Πετροπουλιώτισσα) και πιάνω την θέση μου μπροστά ακριβώς από τον Johnny Greenwood. Το θέατρο γεμάτο με κόσμο, μπροστά από την σκηνή, στα καθίσματα αλλά και τα βραχάκια. Την συναυλία ανοίγουν οι Clinic συμπαθητικό σαπόρτ που διάλεξε το ίδιο το συγκρότημα του πόθου μου. Μας ζεσταίνουν μια χαρά αλλά εμείς είμαστε ορκισμένοι στο Μαύρο Αστέρι.

23/6/2000*. Πριν τρία χρόνια κυκλοφόρησε ο καλύτερος δίσκος όλων των εποχών. ΟΚ Computer. Σε 4 μήνες θα κυκλοφορήσει ο επόμενος από τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών. Kid A. Στα μουσικά περιοδικά και σάιτ θα γίνει χαμός. Ανάμεσα στους φαν αμηχανία αλλά και καμιά φορά οργή. Πώς να ακολουθήσεις τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών; Πώς να υποφέρεις όλες αυτές τις μπάντες που παίζουν σαν τους Radiohead;

“upon first listen, Kid A is just awful ... Too often it sounds like the fragments that they began the writing process with – a loop, a riff, a mumbled line of text, have been set in concrete and had other, lesser ideas piled on top.”**

“The album is morbid proof that this sort of self-indulgence results in a weird kind of anonymity rather that something distinctive and original.”***

“[the album is] tubby, ostentatious, self-congratulatory, look-ma-I-can-suck-my-own-cock whiny old rubbish ...”****

Η απάντηση στα ερωτήματα είναι ότι για να μπορείς να σταθείς όρθιος μετά τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών θα πρέπει να γράψεις τον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών #2 ο οποίος απλά θα είναι τελείως διαφορετικός από τον #1. You did it! Και μετά -αν τολμάς- κυκλοφόρησε άλλον έναν δίσκο με τα τραγούδια που “δεν χώρεσαν” στον καλύτερο δίσκο όλων των εποχών #2!!!

Εκείνο το θερινό βραδάκι στον λόφο πάνω από την αγαπημένη μου Αθήνα, περίμενα με ανυπομονησία να ακούσω το συγκρότημα ΜΟΥ, τους Radiohead ΜΟΥ, τα τραγούδια ΜΟΥ. Περίμενα να κλάψω στο άκουσμα έστω μιας νότας από το Black Star. Και του το φώναξα αλλά δεν με άκουσε ή με αγνόησε απλά. Γιατί εκείνη την ημέρα ήταν Βασιλιάς, Αυτοκράτορας, Θεός πάνω μου. Και ξεκίνησε με το Optimistic που δεν το ήξερα. Και συνέχισε με άλλα τραγούδια που τα άκουγα πρώτη φορά, που δεν ήταν τα τραγούδια ΜΟΥ! Κάποια στιγμή μπήκε βουίζοντας, δονούμενο το National Anthem. Και τότε κατάλαβα! Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα την πραγματικότητα. Μάλλον έκλαιγα σε όλη την διάρκεια του τραγουδιού. Και ο Johnny με κοίταγε με κατανόηση και μου έκλεισε το μάτι. Αλλά όλοι οι υπόλοιποι γύρω μου δεν κατάλαβαν. Φώναζαν να παίξει το Creep. “Out of the question” είπε ο Thom; Ούτε Μαύρο Αστέρι. Αλλά όχι για περίμενε. Τι είναι αυτό; Ποιός; Τι; Φαντάσματα αλόγων; Τι είπες; Πώς να εξαφανιστώ τελείως και να μην βρεθώ ποτέ;

Φήμες λένε ότι εκείνη η συναυλία ήταν η καλύτερη όλων των εποχών. Εγώ τις ξεκίνησα αυτές τις φήμες. Ανάμεσα στα καινούρια τραγούδια του Kid A και του Amnesiac δεν υπήρχε χώρος για το παλιό. Οι Radiohead πέθαναν και αναστήθηκαν ακριβώς όπως ο παπαγάλος που έπεσε στην καυτή σούπα σε εκείνο τον όμορφο βραζιλιάνικο μύθο που διηγείται ο Εδουάρδο Γκαλεάνο σε κάποιο από τα βιβλία του. Και αν είναι σήμερα το καλύτερο συγκρότημα μουσικής όλων των εποχών αυτό είναι αλήθεια όχι γιατί έγραψαν το OK Computer αλλά γιατί ακολούθησε το Kid A.



ΥΓ: Ρε λέτε να έρθουν τελικά;  



*http://students.ceid.upatras.gr/~kakaletr/athenslive/athenslive1.htm
**Κριτική στο MOJO
***Κριτική του Βρετανού συγγραφέα Νικ Χόρνμπυ (High Fidelity, About A Boy) στο New Yorker
****Κριτική στο Melody Maker

No? | Ουρανός Μολύβι του Λόλεκ

- Κανέναν Έλληνα μουσικό δεν άκουσες φέτος πέρυσι ρε Άτριχε;
- Μπα, δεν μπορούσα να βγάλω από τα αυτιά μου τον περσινό προπέρσινο δίσκο του Μπάμπη και στο metadeftero.gr μου το θύμιζαν συνέχεια.
- Μα ούτε έναν;! The boy ή κάτι τέτοιο; Κώστας Μακεδόνας; Μποφίλιου; Χαρούλης έστω;
- Ναι, εντάξει μην συνεχίζεις. Θυμήθηκα.




Εκείνη η εβδομάδα στο Half Note με τον Ματ Έλλιοτ σαν να τον απελευθέρωσε. Ο πρώτος του δίσκος (Alone, 2009) ήταν λίγο [...] Songs με εκείνο το μοναδικό τραγούδι που ακούγαμε συνέχεια και μας θύμιζε Ματ (Have you noticed?). Οι συναυλίες με τον Ματ Έλλιοτ ήταν κάτι φυσικό εκείνη την στιγμή αλλά δεν υπήρχε σύγκριση μεταξύ τους. Ο Αχινός όμως ήταν ήδη στα σκαριά και έπαιζε ήδη κομμάτια στο Half Note. Όμως συνέχεια διαβάζεις για τον Ματ Έλλιοτ ότι η μουσική του έχει κάτι το βαλκανικό- εγώ δεν το είδα ποτέ. Αλλά ο Λόλεκ είναι βαλκάνιος ρε γαμώτο! Δεν μπορεί, δεν πρέπει να παίζει αυτή την "μαύρη απελπισία" του Μπριστολέζου-που-έγινε-Παριζιάνος Ματ. 

Η πρώτη αλλαγή που έκανε ο Λόλεκ και φάνηκε τελικά ότι ήταν και η πιο φυσική κατάληξη, ήταν αλλαγή γλώσσας στον στίχο από αγγλικά σε ελληνικά. Στον Αχινό ο Λόλεκ ξεσπάει σε μια άνευ προηγουμένου και άνευ όρων απελπιστική (ακόμα) προσπάθεια να ακουστεί η διαφορετική φωνή του και το αποτέλεσμα είναι πρωτόλειο, γυμνό από λεπτομέρειες, φιοριτούρες, φρου φρου και αρώματα. 

Τώρα σύμφωνα με τον ίδιο (ή την εταιρεία του):
Ο ήχος της καινούριας του δουλειάς είναι ηλεκτρισμένος ρεμπέτικος και η μουσική κινείται ανάμεσα στο πανκ, το ροκ και τον άνευ ορίων ήχο του μπουζουκιού.
Η μουσική του λοιπόν γίνεται πιο σοβαρή. Η σύνθεση (χρησιμοποιώ την δεύτερη έννοια της λέξης, 'fusion' δηλαδή) του ηλεκτρικού ροκ ήχου με το ρεμπέτικο ή το λαϊκό αν προτιμάτε δεν είναι έυκολη υπόθεση για κανέναν. Πόσο μάλλον για τον Λόλεκ τον οποίο οι περισσότεροι δεν έχουν σε καμία εκτίμηση μουσικά και στιχουργικά. Αλλά εγώ δεν μπορώ να μην υποκλιθώ στον μουσικό που έγραψε το 'Μάρκος' για τον Βαμβακάρη, ένα ροκ τραγούδι με το πιο ηλεκτρισμένο μπουζούκι που έχω ακούσει ποτέ,  το χορευτικό ροκ-φανκ-τσιφτετέλι 'Καφτάνι' ή το εκπληκτικό 'Ουρανός μολύβι' που συνεχίζω συχνά να σιγοτραγουδάω έναν χρόνο μετά και να αισθάνομαι το βάδισμα μου να γίνεται λίγο πιο χαρούμενο.