Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

1978

{Εν τω μεταξύ έχω βάλει στο ριπίτ το τραγούδι μπας και σκεφτώ κάτι φοβερό να γράψω}

Το 1978 είναι η επιτομή του ποστ-ροκ. Ίσως είναι η αρχή του ποστ-ροκ. Μάλλον και το τέλος του. Δεν είναι όμως ένα ποστ-ροκ τραγούδι όπως δεν είναι ποστ-ροκ οι Tortoise ή οι Fly Pan Am. Τίποτα δεν είναι κάτι μέχρι μία αισχρή πλειοψηφία που δεν αρκείται στο να ακούει, να βλέπει και να διαβάζει, αποφασίσει την ταμπέλα που προτιμάει.

Το 1978 είναι τζαζ.

Το 1978 είναι αβαν-γκαρ.

Το 1978 είναι σπέις-ροκ.

Το 1978 είναι το έτος γέννησης μου.

Ξεκινάει τόσο όμορφα με αυτό τον ρυθμό που δίνουν οι δύο ντράμερ και ο μπασίστας να είναι τόσο μονότονα εκπληκτικός. Κάθε δάσκαλος της τζαζ θα ήταν περήφανος.

Ύστερα μία κραυγή για να δώσει ώθηση στην αλλαγή της μουσικής κλίμακας και της διάθεσης των μουσικών. Δεν ξέρω τι στο διάολο σκέφτονται οι μουσικοί ή ποιοι επηρέασαν την μουσική τους αλλά αυτό εδώ ακριβώς το σημείο μου θυμίζει τον Τσαρλς Μίνγκους. Χαίρομαι μόνος μου γιατί αγαπώ την μουσική του και μπορεί εν τέλει να έχω δίκιο. Συνήθιζε ο εκκεντρικός (;) τζαζίστας να εμψυχώνει τους μουσικούς του (όταν δεν τους απειλούσε με μαχαίρι) ακόμα και κατά τις ηχογραφήσεις των δίσκων του.

Η μουσική αλλάζει εντελώς χωρίς να χάσει την συνοχή της. Η κραυγή μπορεί να είναι ή να μοιάζει με προτροπή και συνδετικός κρίκος μαζί αλλά ακόμα και αν έλειπε (καλύτερα όχι) η συνέχεια, η σύνδεση, η ροή της μουσική ςείναι εκεί, μπορείς να την νιώσεις και να την πιάσεις με τα χέρια σου -ναι αυτός ο ρυθμός δεν χρειάζεται ακοή.

Για λίγο όμως. Για λίγο μπορούμε να νιώσουμε το ξέσπασμα των μουσικών που έγραψαν και εκτέλεσαν αυτό το έπος. Κάπου κάπου θες να ξεσπάσεις, να πηδήξεις στον αέρα με τα χέρια ψηλά ή να αρχίσεις να τρέχεις στο πεζοδρόμιο χωρίς να βιάζεσαι να φτ'ασεις πουθενά. Τι καλύτερο από έναν δαιμονισμένο ρυθμό (χαχα) που σε οδηγεί στην κορύφωση και μετά αμέσως επανέρχεται. Όχι δεν είσαι έτοιμος ακόμα.

Παρατηρήσατε ότι δεν υπάρχουν πουθενά χάλκινα; Ένας σκέτος γαμάτος τζαζ ρυθμός από δύο ντράμερ που ΔΕΝ παίζουν τα ίδια ακριβώς και ένα μπασίστα που ξεκινάει και σταματάει να παίζει συνέχεια.

Προσωπικά θα περίμενα άλλο ένα τελικό ξέσπασμα/ανέβασμα των τόνων/κορύφωση για να τελειώσει το κομμάτι πανηγυρικά. Αλλά είπαμε: Ούτε ποστ-ροκ ούτε τζαζ.

Στα μισά σταματάνε οι ομοιότητες με οποιοδήποτε είδος και ειδικά με την τζαζ του Μίνγκους. Οι κιθαρίστες αποφασίζουν να μην παίξουν κιθάρα και ξεσπούν θεατρικά στα πετάλια τους δημιουργώντας μία μικρή αναστάτωση. Οι τσιρίδες των χορδών που πάλλονται όλες μαζί χαλάνε την διάθεση που έχει δημιουργήσει η μελωδία της μοναδικής κιθάρας χωρίς εφέ που ακολουθούσε πιστά τον ρυθμό σε όλο το τραγούδι. Οι τσιρίδες σταματάνε ξαφνικά και ο ρυθμός, η κιθάρα επανέρχονται απτόητοι.

Το τραγούδι τελειώνει όπως άρχισε -τύμπανα και κιθάρα επαναλαμβάνουν τον κορμό του κομματιού- για να μας αποδείξει ότι δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχουν -μερικές φορές- ούτε λόγια για να περιγράψουν ένα απλό τραγουδάκι από αυτά που έχουν περάσει και θα περνάνε απαρατήρητα από μουσικούς, μουσικοκριτικούς και μουσικόφιλους.

Αλίμονο. Όπως τραγούδησε κάποτε και ο Μάλαμας Όσα κοστίζουν μια δραχμή / γι'άλλους κοστίζουν μια ζωή.

1978

{Εν τω μεταξύ έχω βάλει στο ριπίτ το τραγούδι μπας και σκεφτώ κάτι φοβερό να γράψω}

Το 1978 είναι η επιτομή του ποστ-ροκ. Ίσως είναι η αρχή του ποστ-ροκ. Μάλλον και το τέλος του. Δεν είναι όμως ένα ποστ-ροκ τραγούδι όπως δεν είναι ποστ-ροκ οι Tortoise ή οι Fly Pan Am. Τίποτα δεν είναι κάτι μέχρι μία αισχρή πλειοψηφία που δεν αρκείται στο να ακούει, να βλέπει και να διαβάζει, αποφασίσει την ταμπέλα που προτιμάει.

Το 1978 είναι τζαζ.

Το 1978 είναι αβαν-γκαρ.

Το 1978 είναι σπέις-ροκ.

Το 1978 είναι το έτος γέννησης μου.

Ξεκινάει τόσο όμορφα με αυτό τον ρυθμό που δίνουν οι δύο ντράμερ και ο μπασίστας να είναι τόσο μονότονα εκπληκτικός. Κάθε δάσκαλος της τζαζ θα ήταν περήφανος.

Ύστερα μία κραυγή για να δώσει ώθηση στην αλλαγή της μουσικής κλίμακας και της διάθεσης των μουσικών. Δεν ξέρω τι στο διάολο σκέφτονται οι μουσικοί ή ποιοι επηρέασαν την μουσική τους αλλά αυτό εδώ ακριβώς το σημείο μου θυμίζει τον Τσαρλς Μίνγκους. Χαίρομαι μόνος μου γιατί αγαπώ την μουσική του και μπορεί εν τέλει να έχω δίκιο. Συνήθιζε ο εκκεντρικός (;) τζαζίστας να εμψυχώνει τους μουσικούς του (όταν δεν τους απειλούσε με μαχαίρι) ακόμα και κατά τις ηχογραφήσεις των δίσκων του.

Η μουσική αλλάζει εντελώς χωρίς να χάσει την συνοχή της. Η κραυγή μπορεί να είναι ή να μοιάζει με προτροπή και συνδετικός κρίκος μαζί αλλά ακόμα και αν έλειπε (καλύτερα όχι) η συνέχεια, η σύνδεση, η ροή της μουσική ςείναι εκεί, μπορείς να την νιώσεις και να την πιάσεις με τα χέρια σου -ναι αυτός ο ρυθμός δεν χρειάζεται ακοή.

Για λίγο όμως. Για λίγο μπορούμε να νιώσουμε το ξέσπασμα των μουσικών που έγραψαν και εκτέλεσαν αυτό το έπος. Κάπου κάπου θες να ξεσπάσεις, να πηδήξεις στον αέρα με τα χέρια ψηλά ή να αρχίσεις να τρέχεις στο πεζοδρόμιο χωρίς να βιάζεσαι να φτ'ασεις πουθενά. Τι καλύτερο από έναν δαιμονισμένο ρυθμό (χαχα) που σε οδηγεί στην κορύφωση και μετά αμέσως επανέρχεται. Όχι δεν είσαι έτοιμος ακόμα.

Παρατηρήσατε ότι δεν υπάρχουν πουθενά χάλκινα; Ένας σκέτος γαμάτος τζαζ ρυθμός από δύο ντράμερ που ΔΕΝ παίζουν τα ίδια ακριβώς και ένα μπασίστα που ξεκινάει και σταματάει να παίζει συνέχεια.

Προσωπικά θα περίμενα άλλο ένα τελικό ξέσπασμα/ανέβασμα των τόνων/κορύφωση για να τελειώσει το κομμάτι πανηγυρικά. Αλλά είπαμε: Ούτε ποστ-ροκ ούτε τζαζ.

Στα μισά σταματάνε οι ομοιότητες με οποιοδήποτε είδος και ειδικά με την τζαζ του Μίνγκους. Οι κιθαρίστες αποφασίζουν να μην παίξουν κιθάρα και ξεσπούν θεατρικά στα πετάλια τους δημιουργώντας μία μικρή αναστάτωση. Οι τσιρίδες των χορδών που πάλλονται όλες μαζί χαλάνε την διάθεση που έχει δημιουργήσει η μελωδία της μοναδικής κιθάρας χωρίς εφέ που ακολουθούσε πιστά τον ρυθμό σε όλο το τραγούδι. Οι τσιρίδες σταματάνε ξαφνικά και ο ρυθμός, η κιθάρα επανέρχονται απτόητοι.

Το τραγούδι τελειώνει όπως άρχισε -τύμπανα και κιθάρα επαναλαμβάνουν τον κορμό του κομματιού- για να μας αποδείξει ότι δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Δεν υπάρχουν -μερικές φορές- ούτε λόγια για να περιγράψουν ένα απλό τραγουδάκι από αυτά που έχουν περάσει και θα περνάνε απαρατήρητα από μουσικούς, μουσικοκριτικούς και μουσικόφιλους.

Αλίμονο. Όπως τραγούδησε κάποτε και ο Μάλαμας Όσα κοστίζουν μια δραχμή / γι'άλλους κοστίζουν μια ζωή.