Στην περίπτωση του σύγχρονου Ύλα, ήρωα του παρθενικού δίσκου της μπάντας, όλες οι νύμφες ταυτίζονται με μία: Την πόλη. Την Αθήνα. Η οποία είναι συνάμα τρομακτική και γοητευτική όπως όλες οι νύμφες των παραμυθιών. Τις μισές μέρες της βδομάδας θες να φύγεις και μην επιστρέψεις ποτέ ξανά, τις άλλες μισές δεν θες ούτε να σκέφτεσαι την φυγή.
Ο Ύλας ακουμπάει σε ένα δέντρο στην Ανδρέα Μεταξά, στα Εξάρχεια. Μια γειτονιά που ενσαρκώνει αυτόν τον διπολισμό της πόλης όσο καμία άλλη (εκτός ίσως από τα δυτικά). Από τη μία του αρέσει όλη αυτή η "φασαρία" της ζωντανής πόλης, οι μουσικές που ακούγονται από τα καφενεία και τα μπαρ, τα συνθήματα των διαδηλωτών στο κέντρο, οι γεμάτοι λόγια τοίχοι, τα λεωφορεία και ο ηλεκτρικός, οι τουρίστες που θέλουν να γνωρίσουν τον τόπο του. Από την άλλη όλη αυτή η βρωμιά που κουβαλάει σαν κληρονομιά η πόλη, τα χωρίς νόημα γκραφίτι στους τοίχους των πολυκατοικιών, τα σκυλάδικα που ακούγονται από τα μαγαζιά στην Πειραιώς, τα αυτοκίνητα και οι εξαγριωμένοι οδηγοί τους, οι τουρίστες που δεν θέλουν στην πραγματικότητα να γνωρίσουν τον τόπο του, τον ενοχλεί.
Σχεδόν όλα τα κομμάτια του δίσκου Athena μοιάζουν να ισορροπούν πάνω σε αυτή την αντίθεση συναισθημάτων για την πόλη που έχουν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της όμως το Mandarin, νομίζω, περισσότερο από όλα. Στα 6'30'' περίπου (με αυτό το Ρεντιοχεντικό (!) κόψιμο της κιθάρας) η μουσική αλλάζει σαν να άλλαξε γνώμη ο συνθέτης. Ενώ στα πρώτα 6 λεπτά οι HYΛΔS μπαίνουν αγριεμένοι, τύπου θα τα γαμήσουμε όλα, με τις κιθάρες στην μάξιμουμ βρωμιά, τα τύμπανα και το μπάσο να δίνουν ταχύτητα και όγκο στην οργή της μουσικής, μετά το μέσο (12' είναι το κομμάτι) όλα γίνονται πιο μέλοου, πιο πουτανιάρικα, πιο πλιτς (δεν μπορώ να το πω αλλιώς). Το δεύτερο μέρος είναι μία μελό, ερωτική αφιέρωση στην μητρόπολη που αγαπάμε να μισούμε. Το κομμάτι έχει αρχικά την όξινη γεύση του μανταρινιού όταν το πρωτοδαγκώνεις ενώ το τελείωμα του σου αφήνει την γλυκιά μυρωδιά της φλούδας του μανταρινιού στα δάχτυλα σου όταν το καθαρίζεις.