Ναι έτσι ξεκίνησαν όλα, τουλάχιστον για μένα. Το 1997 που κυκλοφόρησε το young team, δεν ήξερα ούτε τους Slint, ούτε τους gybe!, ούτε τους talk talk τους Tortoise, τους dmst, eits, δεν ήξερα καν τον Γιάννη μου και τον Τάσο μου, ο Θανάσης άκουγε ακόμα (σε εκείνο το δωμάτιο της δόμπολης με τις φωτογραφίες του με σπασμένους καθρέφτες) Smiths, ο παππούς γκραντζ και το Μαντζάτο έπαιζε στις indie βραδιές του (κάθε Πέμπτη) τον πρώτο δίσκο των Closer και στις ελληνικές (κάθε Τρίτη) το βάλτε να πιούμε των διάφανων κρίνων (τα οποία είδαμε την ίδια χρονιά με 2500 δρχ εισιτήριο). Η χρονιά κατέληγε με τον υποφαινόμενο να κρασάρει την συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα στον Φρόντζο.
Τα Γιάννενα ήταν όμορφα ειδικά για έναν Αθηναίο φοιτητή, οι παρέες λίγο πολύ είχαν κατασταλάξει, το τσίπουρο έρεε άφθονο αλλά εγώ ήθελα να γυρίσω πίσω.
Κάπου εκεί οι Radiohead κυκλοφορούν τον γνωστό δίσκο που άλλαξε την indie μουσική και γέννησε τους Coldplay, και όλοι τρελαινόμαστε σκίζοντας τα πτυχία μας και πετώντας τα σουτιέν μας στον Thom και τον Johnny, ανήμποροι να διαχειριστούμε ότι ακούμε τον καλύτερο δίσκο της ιστορίας (μας).
Εν τω μεταξύ, οι σχολές και τα σχολεία είναι σε καταλήψεις, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές απεργούν, εμένα έχει έρθει η σύνδεση μου από την κνε νέων Λιοσίων στα Γιάννενα (ενώ είχα ήδη διαγραφεί), και ξεκινά ο πρώτος διαγωνισμός ΑΣΕΠ. Το ξύλο πέφτει σύννεφο στα Γιάννενα και σε όλες τις πόλεις της χώρας, εγώ ψάρακας δίπλα στους πρωτοετείς, νέους συντρόφους μου, τον παππού, τον Θανάση, συντρόφοι για μια ζωή, τρέχω κάθε μέρα μακριά από τα γκλομπ αλλά πάντα ξαναγυρνάω να σπάσω τον κλοιό, το ξύλο αρχίζω να το συνηθίζω… Αυτά όμως είναι θέμα κάποιου άλλου βιβλίου.
Αφού λοιπόν τον Σεπτέμβρη βγαίνει το OK Computer, ένα μήνα μετά κυκλοφορεί και το young team. Θυμήθηκα τώρα μόλις την σκηνή στην Αμελί που είναι στο μπάνιο και λέει ο αφηγητής, αυτή η μέρα θα της αλλάξει για πάντα την ζωή, ενώ από την τηλεόραση ακούγεται το νέο του θανάτου της Νταϊάνας, η Αμελί κοιτάει λίγο αλλά μετά βρίσκει ένα κουτάκι στα πλακάκια…
Θα μπορούσα να πω μετά από αυτό ότι εκείνη την χρονιά ενώ όλοι μιλάγανε (παραληρούσανε;) για το goat εγώ άλλαζα την ζωή μου και τα μουσικά μου γούστα με το yt. Αλλά δεν μπορώ πραγματικά να το πω. Το ok computer μου άλλαξε την ζωή όπως και πολλών εκατομμυρίων μουσικόφιλων. Με μια ένσταση. Δεν άλλαξε ριζικά την συμπεριφορά μου προς την μουσική. Ακόμα και το 99 που είδα τους Radiohead ζωντανά στον Λυκαβηττό θεωρούσα τον Bends καλύτερο μάλλον από χαζομάρα). Ήξερα τι ήταν ικανοί να κάνουν και με εξέπληξε ευχάριστα αυτό το λευκό δισκάκι.
Αλλά - και τώρα μπαίνουμε στο θέμα μας - το Mogwai fear Satan (τυχαίο παράδειγμα;) άλλαξε τον τρόπο που ακούω μουσική, την μουσική που ακούω, την εμμονή μου με τους στίχους, την νέα μου εμμονή με τον ήχο που δημιουργεί τους στίχους που απουσιάζουν. Οι Mogwai δεν έπαιξαν καν τις καλύτερες κιθάρες, τότε στα μέσα προς τέλη των 90ιζ ακούγαμε Sonic Youth, dinosaur Jr, Pixies και Pavement, τι να κλάσει ο Stuart και η παρέα του! Αλλά τις παίζανε διαφορετικά, ελεγειακά, επικά, προγκρεσιβικά, ωμά και λυρικά μαζί, για αυτό τον λόγο το είδος ονομάστηκε ποστ ροκ, γιατί ήταν ροκ της πιο πωρωτικής φύσης κιόλας, αλλά δεν ήταν το ροκ που είχαμε συνηθίσει.
Στο young team οι Mogwai ήταν αμούστακα παιδιά που χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα τύπου plasmatron και αυτό φαίνεται στην ωμότητα και αμεσότητα των συνθέσεων τους. Φαίνεται στο καυλωτικό Like Herod (τόσο καυλωτικό είναι το κομμάτι αυτό που στο dvd Burning βάλανε μόνο το ξέσπασμα του), στο Katrien, στο with portfolio το οποίο ξεκινάει μελωδικά με πιάνο για να καταστραφεί μετά από τα κύματα της κιθάρας, φαίνεται στο Summer (priority version) και ακόμα φαίνεται και στο Mogwai fear Satan, το οποίο θα έπρεπε να παίζει από τα μεγάφωνα του Σέλτικ Παρκ στα Ολντ Φιρμ ντέρμπι της Γλασκώβης και αγκαλιασμένοι καθολικοί και προτεστάντες να χορεύουν με τον παραδοσιακό σκωτσέζικο ποστ ροκ τρόπο.
Όμως το YT δεν είναι ένα αριστούργημα μόνο λόγω της νεανικής ορμής και έμπνευσης των Mogwai αλλά και για την ωριμότητα και πρωτοτυπία που κάνει τον δίσκο να ακούγεται ολόκληρος και αμάσητος. Το Tracy, το Radar maker, το cheery wave… δεν είναι χαρακτηριστικά κομμάτια ποστ ροκ, ούτε καν ροκ αλλά - πλέον - είναι τόσο χαρακτηριστικά Mogwai. Μπορεί το Come on die young να είναι καλύτερο, μπορεί το Batcat και το Glasgow megasnake να είναι κομματάρες, ίσως το my father my king να δημιουργήθηκε μια βραδιά που έπιναν ουίσκι με τον Aidan στο μπαρ του NICENSLEAZY αλλά, αλλά λέω, το είδος μουσικής ποστ ροκ των Mogwai, ο μύθος της μπάντας από την Γλασκώβη και ο παραδοσιακός τρόπος των ποστροκάδων γεννήθηκαν 21 χρόνια πριν, Οκτώβρη του 1997, έναν μόλις μήνα μετά την κυκλοφορία του καλύτερου δίσκου όλων των εποχών.
Και - να πω αυτό που ήθελα να πω από την αρχή αλλά πρόσθεσα σάλτσες - το Mogwai fear Satan πόσο Γαμάτο κομμάτι είναι; Από τότε που το πρωτάκουσα το μακρινό 1998 έχει γίνει η μουσική εμμονή μου. 20 χρόνια μετά ακόμα πάνω τον εαυτό μου να σιγομουρμουρίζει ένα τραγούδι το οποίο δεν έχει στίχους, παίζουν μόνο κιθάρες μπάσο και τύμπανα και διαρκεί 16 λεπτά. Αλλά μέσα σε αυτά τα δεκαέξι λεπτά υπάρχε όλη η ουσία του ποστ ροκ. Το MFS είναι ο λόγος που είμαι ποστροκάς, η αιτία που ακούω σήμερα όλα αυτά που ακούω. Την προηγούμενη φορά που τους είδαμε ζωντανά ζήτησα από τους συντρόφους μου να με αποκυρήξουν όταν σταματήσω να χοροπηδάω επί 16+ λεπτά. Αυτό θα αργήσει πολύ μάλλον. Πρώτον γιατί όταν το ακούω χορεύω ακόμα και στο σαρδελοκούτι του 040 και δεύτερον γιατί θέλω να τους ακούσω ακόμα πολλές φορές παρέα με την συντροφιά του Αγίου και όχι μονο.